Ο τρόπος που η πεζογραφία μας (εξακολουθεί να) πραγματεύεται τον Εμφύλιο, δύο τρίτα του αιώνα μετά τη λήξη του, λέει πολλά για το ψυχικό υπόστρωμα των πολιτικών συμπεριφορών στην Ελλάδα. Με σχεδόν μόνη εξαίρεση το ανυπέρβλητο «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου, οι μυθιστοριογράφοι μας, αριστερόστροφοι οι περισσότεροι, δυσκολεύονται να απομακρυνθούν από τη συναισθηματική – ιδεολογική επένδυση των γεγονότων και να αντικρίσουν αυτό το ιστορικό τραύμα με πιο ψύχραιμη πολιτική ματιά ή να το επεξεργαστούν σε ένα άλλο επίπεδο κατανόησης (ας πούμε υπαρξιακό, ηθικό ή ανθρωπογνωστικό). Μας δίνουν έτσι την εντύπωση μιας διαρκούς πολιτικής εκκρεμότητας με ισχυρότατη ψυχολογική φόρτιση.

Οι σκέψεις αυτές, που τις έχω κάνει επανειλημμένα στο παρελθόν, επανέρχονται στο μυαλό μου καθώς διαβάζω το «Ελα να πούμε ψέματα» της Μάρως Δούκα, τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, που άρχισε με το εξαιρετικό «Αθώοι και φταίχτες» και συνεχίστηκε με το λογοτεχνικά αμφιλεγόμενο «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ». Η Δούκα, το έχω πει και ξαναπεί, είναι από τις πιο λεπτουργικές πένες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, ενώ τα θέματά της είναι μεγάλα, η οπτική γωνία της στενεύει υπό την πίεση της πολιτικής επικαιρότητας, και μάλιστα της επικαιρότητας στην κομματική – παραταξιακή διάστασή της. Τη Δούκα την απασχολούν μόνιμα τα προβλήματα της ελληνικής Αριστεράς. Αυτό φυσικά δεν είναι προς ψόγον, αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι δεν είναι λογοτεχνικό θέμα.

Στο «Ελα να πούμε ψέματα», εξιστόρηση του Εμφυλίου στην Κρήτη με παράλληλη εστίαση στο σήμερα, μέσα από τη ζωή προσώπων (μυθιστορηματικών) με σχέση προγόνων και απογόνων, ακούω πάλι το γνώριμο μοτίβο: ο Εμφύλιος ήταν λάθος επιλογή, η κομματική ηγεσία λίγη, αλλά ο αγώνας δίκαιος, γιατί η Δεξιά και οι Αγγλοαμερικανοί κ.λπ. Αυτό, με κουραστικές ιστορικές λεπτομέρειες (ποιοι πήραν μέρος στην τάδε σύσκεψη του Κόμματος και τι είπαν εκεί) και με πρόχειρα σχόλια για τη σημερινή κατάσταση που απηχούν κομματική στράτευση. Αφού το ξέρεις, Μάρω: η ιδεολογία είναι πολύ στενός κορσές για τη λογοτεχνία.

Ο Ρουμανοτσιγγάνος Λούνα ή ο Αλβανός Νουάρ; Τελικά ο Λούνα, ο «πωρωμένος και συνάμα αθώος» Λούνα. Οι αστυνομικοί του Εγκληματολογικού δεν ήξεραν ότι απαγορεύεται να εντοπίζουμε στις μυθοπλασίες αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες. Και επειδή αγνοούσαν αυτό το δόγμα, βρήκαν στο ύστατο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα ενδείξεις που τους βοήθησαν να ταυτοποιήσουν τον δολοφόνο του. Μου αρέσει η σκέψη ότι η Αστυνομία διαβάζει λογοτεχνία για να λύσει προβλήματα της δουλειάς της. Αλλά θα ακούσει άραγε ένα «συγγνώμη» η κριτικός που την έκαναν σκουπίδι, επειδή τόλμησε (πριν από τη δολοφονία) να εντάξει αυτό το μυθιστόρημα στην γκέι λογοτεχνία με αυτοβιογραφικά στοιχεία;