Η ιστορία της ΔΗΜΑΡ είναι μια πολύ διδακτική ιστορία. Η απόσχισή της από τον ΣΥΡΙΖΑ υπαγορεύτηκε από ένα ιδεολογικοπολιτικό αίτημα: το κόμμα που διεκδικούσε την παράδοση της ευρωπαϊκής/ανανεωτικής Αριστεράς διαφοροποιήθηκε, σε ανύποπτο χρόνο, από ένα ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό μόρφωμα που έδινε έμφαση στα κινήματα (και στην παγκοσμιοποίησή τους) και προσέβλεπε σε μοντέλα διακυβέρνησης (και πολιτικής κουλτούρας) εκτός του δυτικού κόσμου. Οι παραδόσεις και η Ευρώπη ισχυροποίησαν το νέο κόμμα που βρέθηκε στη Βουλή με ποσοστό 6,26% τον Ιούνιο του 2012 και εγγυήθηκε την εξομάλυνση της αβεβαιότητας στη χώρα.

Από ‘κεί και πέρα, το κόμμα άρχισε να πολιτεύεται ανορθόδοξα. Οι εκπρόσωποί της στην κυβέρνηση συντονίστηκαν με τη γενικότερη στάση του συνόλου σχεδόν των ελλήνων πολιτικών για μεταρρυθμιστική ραθυμία. Με το επεισόδιο του κλεισίματος της ΕΡΤ, η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε (υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες) από την κυβέρνηση, ένιψε τας χείρας της, χωρίς αυτό να την ωφελήσει ιδιαίτερα.

Τη μακρά περίοδο εσωστρέφειας και απομακρύνσεων μελών, στελεχών και ψηφοφόρων που ακολούθησε αντιστάθμιζε η παρουσία του Φώτη Κουβέλη και η προσπάθεια του κόμματος να βρει μετριοπαθή ρόλο στο λεγόμενο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο. Ηταν το ιδεολογικό πρόσχημα. Διότι, κατά τα άλλα, το κόμμα ΔΗΜΑΡ είχε παραμείνει μια σφραγίδα, οι κάτοχοι της οποίας (ο κ. Κουβέλης) συνέχιζαν, επικαλούμενοι συνεχώς την ιδεολογία, να διεκδικούν την προσωπική τους πολιτική επιβίωση, πάντα στον ρόλο των επιτήδειων ουδέτερων.

Ωσπου ο Αλέξης Τσίπρας μετέφρασε την παρουσία της ΔΗΜΑΡ σε αυτό που κατ’ ουσίαν σήμερα εκπροσωπεί: σε μια μικρή και ασήμαντη γκρούπα, ο ευσεβισμός των εκπροσώπων της οποίας δεν μπορεί να κρύψει ούτε τον οπορτουνισμό τους ούτε, κυρίως, τη σχεδόν μηδενική απήχησή τους.

Ούτε κρότος ούτε λυγμός. Κι όμως, κάπως έτσι τελειώνει η δόξα του κόσμου.