Πριν από μέρες πήγα στο Πρωτοδικείο Αθηνών αναζητώντας ένα χρήσιμο εταιρικό έγγραφο. Πίστευα ότι θα βρισκόταν εύκολα μέσω ενός υπολογιστή. Αμ δε. Με οδήγησαν στο τρίτο υπόγειο, σε έναν αχανή χώρο γεμάτο φωριαμούς. Αφού υπέστην τη σχετική ουρά, ένας υπάλληλος μου συνέστησε να μην πανικοβάλλομαι και μ’ έστειλε να ψάξω μόνος. Οι φάκελοι ήταν τακτοποιημένοι, οδηγήθηκα από τις ημερομηνίες, βρήκα το χαρτί που χρειαζόμουν, μου το φωτοτύπησαν, μια κυρία μου έβαλε σφραγίδες, πλήρωσα τα αναλογούντα τέλη, επέστρεψα τον φάκελο στο ράφι του για να τον βρουν ακέραιο και άλλοι και συνέχισα τον δρόμο μου στο δαιδαλώδες ελληνικό Δημόσιο.

Η επόμενη κίνηση ήταν να αναζητήσω το ίδιο χαρτί στο αρχείο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Πίστεψα ότι εδώ θα είναι καλύτερα. Πόσο άδικο είχα. Εδώ, κάμποσοι στωικοί μικροεπιχειρηματίες περίμεναν ώρες για να εξυπηρετηθούν από δύο μόνο υπαλλήλους (πίσω από γκισέ με τουλάχιστον επτά θέσεις), σε υποθέσεις που προϋπέθεταν, επίσης, χαρτιά, μητρώα και σφραγίδες –και που, ακόμα και οι απλούστερες, χρειάζονταν έναν Κάφκα να γράψει το σίκουελ της «Δίκης» και του «Πύργου». Ακόμα τραβιέμαι.

Σκέφτομαι ότι αν ήμασταν κανονική χώρα στην Ευρώπη οι εκλογές θα γίνονταν για το πώς οι πολίτες θα ζουν ευκολότερα, αποδοτικότερα, δικαιότερα.

Δυστυχώς, δεν είμαστε κανονική χώρα. Οι μεταρρυθμίσεις εδώ είναι αιτία πολέμου. Γι’ αυτό ήδη βρωμάει μπαρούτι. Διαχειριστές που υπονόμευσαν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση συγκρούονται με δήθεν οραματιστές που προς το παρόν διεκδικούν το μαγαζί, χωρίς προϋποθέσεις, απλώς επειδή πιστεύουν ότι θα είναι η αφορμή για να αλλάξουν ρότα η Ευρώπη και ο κόσμος.

Στο μεταξύ, ώσπου ο κόσμος να το πάρει χαμπάρι κινδυνεύουμε να πέσει ο κατάφορτος φωριαμός και να μας πλακώσει.