Φάνηκε στο χειροκρότημα. Η ταυτότητα της δέκατης πέμπτης κοινοβουλευτικής περιόδου της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας σφραγίστηκε με αυτή την αλλοπρόσαλλη σκηνή: όρθιοι οι βουλευτές και της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης χειροκροτούσαν, κινούμενοι προφανώς από αντίπαλες προσδοκίες.

Αυτή η κακοφωνία εν συναινέσει θα ήταν αντιπροσωπευτική ως τελευταία πράξη της Βουλής που διαλύεται και τυπικά σήμερα. Θα ήταν, αλλά η αυλαία δεν είχε πέσει ακόμη.

Την αυλαία έμελλε να ρίξουν με κραυγές και τσαμπουκάδες οι χρυσαυγίτες. Ο Μιχαλολιάκος και οι άλλοι ούρλιαζαν για φυλακές, χειροπέδες κι άλλες ομορφιές, όταν ο Μίχος ξέφυγε από την αγέλη για να επιτεθεί στον Νίκο Δένδια. Εκεί βρήκε μπροστά του τα δύο μέτρα που του όρθωσε ο Βασίλης Κικίλιας.

Είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να αναλύσει συμβολικά αυτή τη στιγμή. Συμβολικό δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ο νυν υπουργός Δημόσιας Τάξης προστάτευσε τον προκάτοχό του, που κρατούσε τα ηνία του υπουργείου όταν οι νεοναζί οδηγούνταν με χειροπέδες στη ΓΑΔΑ. Ούτε το γεγονός ότι αμφότεροι εκπροσωπούν εκείνη την εκδοχή της συντηρητικής παράταξης που δεν έχει ανάγκη να διατηρεί υπόγεια κανάλια επικοινωνίας με το σκοτάδι των άκρων. Συμβολικότερο ήταν ότι ένας βουλευτής χρειάστηκε να επιστρατεύσει ως έσχατο μέσο δημοκρατικής άμυνας το σώμα του.

Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το ίδιο είχε αναγκαστεί να κάνει και ο Πύρρος Δήμας. Είναι εικόνες ενός βουλευτηρίου που αχρηστεύουν ακόμη και τα κλισέ της δημοσιογραφικής υπερβολής –τα κλισέ που κάποτε περιέγραφαν μεταφορικά το Κοινοβούλιο ως «αρένα». Είναι εικόνες που τείνουν να συνθέσουν την αποκρουστική ρουτίνα μιας κλυδωνιζόμενης δημοκρατίας.

Σύμφωνα με τη διάγνωση του ίδιου του Προέδρου της Βουλής –με δεδομένο ότι πολλά μέλη του Σώματος ήταν πολιτικά αποκυήματα της οργής –τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα.

Πόσο χειρότερα από μια Βουλή όπου χρειαζόταν να γίνεται σχεδόν καθημερινή επίκληση του φρουράρχου; Οπου ακόμη και ο ίδιος ο Πρόεδρος αναγκαζόταν να λειτουργεί ως οιονεί φρούραρχος; Ο φόβος είναι ότι την αλγεινή απάντηση στο «πόσο χειρότερα;» μπορεί να τη δώσει η επόμενη Βουλή.

«Μη μ’ ακουμπάς» είπε ο Κικίλιας όταν ο Μίχος άπλωσε το χέρι του. Είναι μια φράση που δεν θα γραφεί στα πρακτικά. Θα άξιζε όμως να θυροκολληθεί ως κατακλείδα της διαλυόμενης Βουλής.

«Μη μ’ ακουμπάς!». Θα μπορούσε να διαβάζεται και ως εντολή για την υγιεινή των θεσμών.