Επειδή είμαι χάλια στο κρεβάτι με πυρετό, πόνους, κομμάρες και άλλα χαριτωμένα –συγγνώμη, αλλά ούτε τα πλήκτρα μπορώ να βρω σήμερα. Γι’ αυτό μοιράζομαι μαζί σας ένα παλιότερο κείμενό μου. Μια κατάδυση στις μνήμες των παιδικών μου χρόνων αλλά και σε οικογενειακές παραδόσεις που αντέχουν μέχρι τώρα. Γιατί η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν.

Τα δικά μου Χριστούγεννα τα θέλω κιτσάτα. Πολύχρωμα και πολύφωτα! Φουλ σε λαμπιόνια, γιρλάντες, μπάλες, αγγελάκια, αστεράκια, τρίγωνα – κάλαντα, ντεσιμπέλ κι ολόλαμπρα χαμόγελα. Δεν τα μπορώ τα μίνιμαλ, τα καλαίσθητα, τα «ελλειπτικά», τα σικ. Δεν τα αντέχω, μου στη σπάνε. Ούτε καν το καραβάκι δεν το πάω. Εντάξει, Ελλάδα! ΟΚ, παράδοση! Αλλά τώρα λέει αυτό το πράγμα; Να βάλω στο σαλόνι μου τη μαούνα; Ελα, καρδιά μου, σε παρακαλώ πολύ, ένα να σοβαρευτούμε λίγο!

Εγώ θέλω τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Τότε που δεν έβλεπες παράθυρο και μπαλκονόπορτα χωρίς το έλατο να διαφαίνεται αχνά. Τότε που η Ερμού γέμιζε μανάδες που τραβολογούσανε παιδιά μην τα χάσουνε μες στο συμπούρδουκλο. Τότε που οι πλανόδιοι Αϊ-Βασίληδες ήταν η αποθέωση του σουρεαλισμού! Πλαστικές γενειάδες, άθλιες κόκκινες φόρμες και κάνα τσιγάρο στη ζούλα πού και πού…

Θέλω πίσω τη γαλοπούλα μου. Τόσα χρόνια, με το ζόρι την κατάπινα. Δεν πάει κάτω το έρμο το πουλερικό. Το σφάζουμε που το σφάζουμε το καψερό, έχει και γεύση σίχαμα. Ο,τι σαβουρώσεις από γέμιση.

Τα δικά μου Χριστούγεννα τα θέλω αγκαζέ με τη μαμά μου. Αυτό το θεϊκό αγκαζέ που κατακλύζει πολυκαταστήματα, εμπορικά κέντρα και τα μαγαζάκια της κεντρικής οδού. Μανάδες με κόρες, ανεξαρτήτως ηλικιών, διαλέγουνε δώρα, συγκρίνουνε τιμές, μπαινοβγαίνουν στα δοκιμαστήρια (ενώ η μία κρατάει καρτερικά την τσάντα της άλλης), αναλύουνε υφάσματα και ποιότητες.

Αχ, βρε μανούλα, δεν έχω καλύτερο. Οι δυο μας (χωρίς κανέναν και τίποτα να μας τραβάει από το μανίκι) να τηρούμε, ευλαβικά, το έθιμο που εγκαινιάσαμε όταν ήμουνα κοριτσάκι ακόμα. Να «σουλατσάρουμε», αναγάγοντας συνειδητά το ασήμαντο σε σημαντικό. Να συμφωνούμε απολύτως στα παστέλ, να διαφωνούμε μέχρι τελικής πτώσεως στο μαύρο και στο animal print.

Και μετά, με τα μπράτσα μας πάντα αυτοκόλλητα, να εισβάλλουμε στα βιβλιοπωλεία και να χτυπάμε κάτι δίωρα. Προσπερνάμε περιφρονητικά πολυτελή λευκώματα και επετειακά ημερολόγια και «επιτιθέμεθα» στους πεζογράφους και στις βιογραφίες. Και να οι στοίβες παραμάσχαλα. «Πώς θα τα κουβαλήσουμε όλα αυτά, μανούλα;». «Βιβλία είναι, βρε Ελενα, δεν είναι μπρόκολα!». Που σημαίνει ότι, βγαίνοντας, εσύ θα προηγείσαι με το πακετάκι με το κορνιζάκι κι εγώ με την Εθνική Βιβλιοθήκη.

Τα δικά μου Χριστούγεννα τα θέλω με οικογενειακά τραπέζια. Αναμενόμενα; Ναι! Επαναλαμβανόμενα; Σαφώς! Με συγγενείς και φίλους. Αγόρια με καινούργια παπούτσια. Κορίτσια με περίτεχνα κοτσιδάκια. Μουσικές, κρασάκι και πακέτα που αλλάζουν χέρια. Αγκαλιές, φιλιά και προβλέψιμες προπόσεις. Και όταν φεύγει και ο τελευταίος, μένεις αντιμέτωπος με τα Ιμαλάια από άπλυτα πιάτα, μισοφαγωμένες σαλάτες και ασημένια κουταλάκια τρυπωμένα κάτω από καρέκλες.

Χρόνια μας Πολλά!