Είναι παράλογο, το ξέρω, αλλά βλέπεις έρχονται στιγμές και βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο ερωτηματικά που σκίζουνε τον νου στα δύο, όπως το κορμί όταν αφήνει ξαφνικά τα πεύκα ο Πιτυοκάμπτης.

Φτάσαμε να μπερδεύουμε πόσοι κύριοι βουλευτές είπαν το «ναι» στον Πρόεδρο με το πόσα παιδιά σκότωσαν οι Ταλιμπάν στην τάξη του σχολείου.

Ποιοι είναι οι 160; Και ποια τα 130;

Τι συνειρμό να κάνω για να θρηνήσω ή να δω τι θα μου ξημερώσει αύριο;

Και τι αύριο θα ‘ναι αυτό (σ’ όποιο μέρος της Γης) όταν σκοτώνουνε τη ζωή πριν καλά καλά ανθήσει;

Πώς να βάλεις, σε ποια ζυγαριά να χωρέσει απ’ τη μια ο κάθε Μελάς κι απ’ την άλλη μια σταγόνα αίμα ενός παιδιού.

Κι όμως το ζούμε αυτό το παράλογο της φρίκης και προχωράμε την ημέρα μας όπως μπορούμε, γιατί η είδηση, όποια κι αν είναι, όσο σκληρή, σε αγνοεί.

Είναι εκεί τυπωμένη ή φωσφορίζουσα στην προσωπική σου οθόνη, συνεχίζει τη φρικιαστική της πορεία και σου γελάει κατάμουτρα γιατί είσαι ανήμπορος. Προσπάθησε. Δεν θα την αλλάξεις.

Θα προχωράει δίπλα σου, μαζί σου στη δουλειά, στο σπίτι, στην ουρά, στις όποιες συναλλαγές σου, ακόμα και στις πιο τρυφερές σου συναντήσεις.

Στην αρχή θα σου ταράζει τον ύπνο, μετά θα σε τραβάει απ’ το μανίκι, ύστερα θα τη συνηθίσεις, τέλος θα τη δεις να βουλιάζει στον ωκεανό της λήθης με όλο το παρελθόν σου.

Κι εσύ κοιτάζεις άφωνος τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο και σκέφτεσαι τα άλλα δάχτυλα του ιερομόναχου

«οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.

Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;

Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.

Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.

Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.

Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ… ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου…

Επειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα».

Κι επειδή ήρθανε δίσεκτα

τα χρόνια είπα να ακολουθήσω τα λόγια του Οδυσσέα Ποιητή:

«Οταν βρίσκεστε σε δύσκολες στιγμές, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη….».

Κι είπα να πάω να κοιμηθώ, κι ας ξέρω πως οι εικόνες της ημέρας θα ζωντανέψουν στο σκοτάδι του ύπνου για να κάνουν για μία φορά ακόμα το όνειρο εφιάλτη.