Η ελληνική κρίση φτάνει πάλι σε μια φάση που τα διακυβεύματα απλοποιούνται στο έπακρο, τα διλήμματα γίνονται ασφυκτικά για όλους και οι προοπτικές σκοτεινιάζουν. Σενάρια καταγράφονται, αναλύσεις προτείνονται, υποθέσεις γίνονται, αλλά όλα αυτά συρρικνώνονται σε ασφυκτικές επιλογές, όποιοι και αν είναι οι μελλοντικοί νικητές και ηττημένοι. Εδώ και κάποιες εβδομάδες η χώρα ζει ξανά μέρες Grexit, πιασμένη ανάμεσα στην αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την έξοδο από το Μνημόνιο και την καταστροφική δημαγωγία της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ποντάρισε εδώ και καιρό στην απόλυτη πόλωση. Θυμάστε το σύνθημα: «Ή εμείς ή αυτοί». Σύντομα θα φτάσουμε στο πολωτικό δίλημμα «Ή αυτή ή αυτοί». Οπου «αυτή» είναι η πραγματικότητα, οι ρεαλιστικοί συσχετισμοί δυνάμεων στην Ευρώπη και όχι οι ψεύτικοι τους οποίους φαντασιώνεται η εθνική δημαγωγία. Και «αυτοί» είναι ένα πολιτικο-κομματικό σύστημα που στάθηκε αδύναμο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη μεγαλύτερη εθνική κρίση μετά τον Εμφύλιο και τη δικτατορία. Ή, σωστότερα, τη διαχειρίστηκε αναποτελεσματικά, όπως τότε που κατέληξε στον Εμφύλιο και στη δικτατορία. Οπως τότε έτσι και τώρα οι πολιτικοί χειρισμοί των εθνικών πρωταγωνιστών αποδείχτηκαν παράγοντες επιδείνωσης της κρίσης παρά υπέρβασής της.

Αν η Ελλάδα μπορούσε να διατηρήσει την πολιτική σταθερότητα για το 2015, η οικονομία της, σύμφωνα με τις γνώμες των ειδικών, θα σημείωνε μια απότομη και ουσιαστική βελτίωση. Γι’ αυτό θα ήταν λυτρωτικό να αποδώσουν οι προσπάθειες να δημιουργηθεί συναίνεση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ομως, η πιθανότερη εξέλιξη είναι ένας προεκλογικός αγώνας με χαρακτηριστικά εμφύλιας πόλωσης. Από ό,τι φαίνεται, δεν αναπαράγεται ένας κραταιός δικομματισμός, ο οποίος, ας θυμηθούμε, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, χωρίς καμία εξαίρεση, έδινε αυτοδύναμες κυβερνήσεις με πάνω από 41%. Η ΝΔ του Α. Σαμαρά αρνήθηκε να τροποποιήσει τον εκλογικό νόμο ώστε να συμβαδίσει περισσότερο με την άρνηση των πολιτών να στοιχηθούν σε έναν νέο ισχυρό δικομματισμό και τη διάθεσή τους για περισσότερο συνεργατικά σχήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ σιγοντάρισε με μεγάλη χαρά. Η πρόθεσή τους είναι να κυριαρχήσουν ο καθένας στον χώρο του, εκβιάζοντας την ψήφο σημαντικού μέρους της κοινωνίας. Το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι να αναδειχθούν δύο κόμματα μεγάλα μεν ως προς τα άλλα, μικρότερα όμως ως προς τις απαιτήσεις μιας δύσκολης κυβερνητικής θητείας και έχοντας απέναντι μια εξαιρετικά δύσπιστη εκλογική πελατεία.

Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι προδιαγεγραμμένο, παραμένει ανοιχτό σε ανατροπές καθώς οι συνθήκες διεξαγωγής τους θα είναι ιδιαίτερα δυσμενείς και μπορεί να επιδεινωθούν απότομα. Θα εξαρτηθεί από την έκταση της «ενδοχώρας» που διαθέτουν η ΝΔ κυρίως προς τα δεξιά της, ο ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά, όπως επίσης και από την αντοχή που θα ήταν ευχής έργον να δείξουν τα κόμματα αυτού του χώρου (Το Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, Μεταρρυθμιστές).

Προδιαγεγραμμένο και σταθερό είναι αντιθέτως το πλαίσιο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, οποιαδήποτε και αν είναι η ελληνική κυβέρνηση. Είναι φανερό ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση οξύνεται η σύγκρουση μεταξύ της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της χαλάρωσης ώστε να τροφοδοτηθεί η ανάπτυξη. Η αντιπαράθεση θα είναι μακράς διάρκειας. Η Ελλάδα, εφόσον είναι παρούσα, θα ωφεληθεί από την ενίσχυση των υποστηρικτών της αναπτυξιακής επιλογής, αρχής γενομένης από την αναμενόμενη αγορά κρατικών ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης που έχει αναγγείλει ο Ντράγκι. Οπως όμως και να εξελιχθεί αυτή η σύγκρουση, η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποτελεί «ειδική περίπτωση» και στην «ειδική» αντιμετώπισή της θα συνεχίσουν να συναινούν άπαντες, Βόρειοι και Νότιοι, δεξιοί και αριστεροί. Το μήνυμα είναι σαφές και έχει σταλεί αρμοδίως. Διαπραγματευόμαστε με κράτη, όχι με κόμματα. Δεν κάνουμε «δώρα» (εδώ δεν κάναμε στον Σαμαρά, στον Τσίπρα θα κάνουμε); Το πακέτο είναι αυτό που ξέρετε. Οταν είστε έτοιμοι, το συζητάμε. Απευθείας κούρεμα του χρέους δεν θα γίνει, αλλά θα συζητήσουμε την αναδιάρθρωσή του υπό τον όρο ότι συνεχίζετε να δεσμεύεστε από τις συμφωνίες. Η μπάλα είναι στο γήπεδο της Ελλάδας. Δεν αποτελείτε πλέον συστημικό κίνδυνο, θέλουμε όμως να μείνετε στο ευρώ. Διευκολύνσεις χρονικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα δεν αποκλείεται να προσφερθούν, αλλά η ουσία λίγο θα αλλάξει.

Ας είμαστε σαφείς. Οι δανειστές έχουν κάθε δικαίωμα να υποστηρίζουν το ανωτέρω πλαίσιο, πόσω μάλλον που είναι ήδη συμφωνημένο. Επιπλέον, είναι στη φύση των διεθνών αγορών να αντιδρούν όπως νομίζουν στις πολιτικές εξελίξεις κάθε χώρας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους θεσμικούς παράγοντες της ΕΕ ή των κυβερνήσεων, που οφείλουν να αποφεύγουν τις πολιτικές παρεμβάσεις στην προεκλογική αντιπαράθεση.

Στη διάρκεια ενός εκλογικού αγώνα, εμφυλιοπολεμικού μάλιστα χαρακτήρα, τα συνθήματα κυριαρχούν και τα επιχειρήματα υποτάσσονται. Ακόμα όμως και σε αυτές τις συνθήκες οι πολίτες δεν χάνουν την αίσθηση της κατάστασης. Ακόμα και όταν αφήνονται στη δημαγωγία, η αγωνία για τις προοπτικές εξακολουθεί να λειτουργεί. Ισχύει σαφώς για τη ΝΔ που επιλέγει να απαντήσει με πόλωση στην πόλωση. Αφορά όμως πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκμεταλλεύτηκε μια κακή διάταξη του Συντάγματος για να επιβάλει πρόωρες εκλογές, παρότι η πλειονότητα των πολιτών δεν τις ήθελε. Ανέλαβε έτσι μεγάλο ρίσκο. Αν κερδίσει, θα βρεθεί αμέσως προ αδυσώπητων επιλογών, για τις οποίες είναι απελπιστικά ανέτοιμος. Θα κληθεί να ζητήσει την παράταση του Μνημονίου, να εφαρμόσει τα μέτρα του Μνημονίου που έχουν μείνει σχεδόν όπως έχουν συμφωνηθεί, να διαπραγματευτεί το νέο πακέτο μέτρων που θα συνοδεύει τη γραμμή στήριξης. Και όλα αυτά σε μια οικονομική κατάσταση που θα έχει επιδεινωθεί δραματικά, με τη ρευστότητα στο κόκκινο. Για τίποτα από αυτά δεν έχει προετοιμάσει τους πολίτες, το κόμμα και τις συνιστώσες του. Ενα κόμμα που παραμένει εξαιρετικά ανομοιογενές, το οποίο καλείται να κάνει τόσες θυσίες για το ευρώ, την ώρα που το ένα τρίτο των υποστηρικτών του ψηφίζει δραχμή. Ενα κόμμα που έχει κερδίσει πολλούς οπαδούς, αλλά έχει στρέψει «κάθετα» εναντίον του πολύ περισσότερους. Θα κάνει ακαριαία την αποκαλούμενη «κωλοτούμπα», δηλαδή θα «προσαρμοστεί»; Θα τελματώσει μέσα στις αντιφάσεις του; Θα ωθηθεί μέσα από αδιέξοδα «σε φυγή» προς τη δραχμή; Η τελευταία εκδοχή είναι συνώνυμη της καταστροφής και του χάους. Η προσαρμογή παραμένει η πιο συμφέρουσα εξέλιξη όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Εχει με το μέρος της την επικρατούσα πολιτική πρακτική «άλλα λέμε, άλλα κάνουμε και άλλα λέμε ότι κάνουμε». Είναι όμως σαφές ότι μπροστά σε αυτή την «κωλοτούμπα» ωχριούν τα «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου και τα Ζάππεια του Α. Σαμαρά. Στην Ελλάδα όμως ζούμε και δεν αποκλείεται να δούμε ως και μνημονιακούς αριστεριστές.

«Αιτίες για ελπίδα» μέσα στο δραματικό σκηνικό; Ναι. Εκείνο το 55-65% των πολιτών που σε αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις, ήδη από τις αρχές της μνημονιακής εποχής αν θυμάμαι καλά, δείχνει να μένει προσανατολισμένο στο «ευρωπαϊκό και δημοκρατικό κεκτημένο». Είναι ένα ποσοστό που δεν έχουμε αναλύσει επαρκώς τη σύστασή του, τις αντιλήψεις του και τα κίνητρά του. Βλέπουμε όμως ότι υπάρχει, καταγράφεται σταθερά και περιλαμβάνει σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.

Μπορεί να είναι μια άγκυρα ορθολογισμού σε μια περίοδο τρικυμίας.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου