Εκείνο που θυμάται η Ντέμπορα Τζάκσον από την πρώτη φορά που μπήκε στα γραφεία της Goldman Sachs είναι το σλόγκαν γραμμένο στις γυάλινες πόρτες της επενδυτικής τράπεζας στη Γουόλ Στριτ: «Ασυνήθιστη ικανότητα». Η Τζάκσον εντάχθηκε στο δυναμικό της εταιρείας το 1980, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές της. Ασχολήθηκε με τη χρηματοδότηση δήμων, με τον δανεισμό χρημάτων σε τοπικές κυβερνήσεις. Πετούσε πρώτη θέση για να διερευνήσει πιθανές συμφωνίες και όταν αυτές έκλειναν κερνούσε τους πελάτες στα καλύτερα εστιατόρια του Μανχάταν. Η ζωή ήταν πολυτελής, αλλά στην Ντέμπορα άρεσε περισσότερο η δουλειά –«ο κοινός αγώνας των έξυπνων ανθρώπων να κερδίσουν οι ίδιοι λεφτά, βοηθώντας και τη χώρα» λέει στην «Ουάσιγκτον Ποστ». «Το σημαντικό ήταν να λύνουμε προβλήματα».

Δύο δεκαετίες αργότερα άρχισε να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, αισθάνθηκε δυσφορία γι’ αυτόν τον τομέα της οικονομικής ζωής που πίστευε ότι πλέον δεν έφτιαχνε τίποτα. Οι στατιστικές τη δικαιώνουν. Η Γουόλ Στριτ είναι σήμερα μεγαλύτερη και πιο πλούσια από ποτέ, όμως η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε δεινή κατάσταση και το ίδιο ισχύει και για τη μεσαία τάξη. Οπως παρατηρεί η εφημερίδα, «η αμερικανική οικονομία έχει υποφέρει στα χέρια μερικών από τους πιο ταλαντούχους και ικανούς ανθρώπους που ενεπλάκησαν στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας που προσφέρει η Γουόλ Στριτ και ξέχασαν εντελώς τις κοινωνικές αξίες».

Ο χρηματοοικονομικός τομέας έχει διπλασιασθεί τα τελευταία 50 χρόνια, όμως δεν έχει βελτιωθεί στη βασική του λειτουργία: στο να μεταφέρει χρήματα από επενδυτές που τα διαθέτουν σε εταιρείες που θα τα χρησιμοποιήσουν για ανάπτυξη, κέρδη και θέσεις εργασίας. Το 2012, οικονομολόγοι στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανέλυσαν στοιχεία πολλών ετών και πολλών χωρών και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε κάποια κράτη, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο χρηματοοικονομικός τομέας έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη!

Υπάρχουν και άλλες αποδείξεις. Ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και του Σικάγο σε πρόσφατη μελέτη τους δείχνουν ότι κάθε δολάριο που κερδίζει ένας εργαζόμενος στην έρευνα προσθέτει στην οικονομία της χώρας 5 δολάρια. Κάθε δολάριο που κερδίζει ένας εργαζόμενος στον χρηματοοικονομικό τομέα στοιχίζει στην οικονομία 60 σεντ. Το πρόβλημα με αυτόν τον τομέα στην Αμερική είναι πως έχει υπερμεγεθυνθεί, είναι πολύ μεγαλύτερος από όσο έπρεπε σε σύγκριση με το πόσο καλά πάει η βιομηχανία. Τα συμπεράσματα πολλών σχετικών μελετών συγκλίνουν: Η ανάπτυξη περίπλοκων χρηματοοικονομικών προϊόντων εξυπηρετεί περισσότερο την ίδια τη Γουόλ Στριτ παρά την οικονομία της χώρας.

Η Τζάκσον εγκατέλειψε τη Γουόλ Στριτ έγκαιρα και τώρα εργάζεται για την προώθηση της γυναικείας επιχειρηματικότητας. «Επέστρεψα στο βασικό ζητούμενο που φαίνεται να έχουν ξεχάσει οι περισσότεροι» λέει. «Στο να λύνω προβλήματα».