Αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση τις παραμονές της επετείου της 6ης Δεκεμβρίου 2008 ήταν η ελληνική «θεσμική» διανόηση. Διαβάζοντας το εξαιρετικά αναλυτικό ρεπορτάζ του Μιχάλη Τσιντσίνη, στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββάτου, για την υπόθεση Ρωμανού («Το θανάσιμο αδιέξοδο και το φάντασμα του Δεκέμβρη»), αυτό που κυρίως μου έκανε εντύπωση είναι ότι εκπρόσωποι της πανεπιστημιακής διανόησης (με την εξαίρεση του καθηγητή Αριστείδη Χατζή) είπαν τη γνώμη τους στον δημοσιογράφο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δημοσιοποιηθεί το όνομά τους. Που σημαίνει ότι, σε καθεστώς υποτίθεται δημοκρατίας και ελευθερίας, προβεβλημένοι πολίτες και κορυφαίοι επιστήμονες, αποφεύγουν να ταυτιστεί η γνώμη τους με το όνομά τους. Φοβούνται.

Δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν κάτι άλλαξε από το 2010 είναι η διεύρυνση των κύκλων που έπαψαν να ανέχονται τη διαφορετική άποψη. Κυκλοφόρησαν αφίσες με επικηρυγμένους δημοσιογράφους, αναρτήθηκαν στο Ιντερνετ. Εφαγαν γιαούρτια και αβγά πρόσωπα που δεν έχουν συνηθίσει να μασάνε τα λόγια τους και να μη λένε δημοσίως τη γνώμη τους. Εκδιώχθηκαν από πανεπιστημιακούς χώρους πολίτες προκειμένου να μην ειπωθούν «ενοχλητικά» πράγματα σε δημόσιες ενοχλητικές συζητήσεις. «Ψόφα», «πουλημένε», «εγκάθετε» είναι συνήθεις εκφράσεις για όσους έχουν άλλη άποψη από εκείνη των κάθε λογής ριζοσπαστών. Πρόσωπα όπως αυτά που συγκαταλέγονται στις παραπάνω «προγραφές» έχουν εκτεθεί στο κοινωνικό μίσος –με συνέπειες όχι ευκαταφρόνητες.

Αυτή τη δημόσια έκθεση επιχειρούν να αποφύγουν όσες και όσοι ο δημόσιος λόγος τους μπορεί να θεωρηθεί αντίθετος στην υποτιθέμενη αντισυστημικότητα μιας δράκας οργισμένων στο όνομα της εξέγερσης. Το μίσος καταλαμβάνει χώρο που του εκχωρεί η ελευθερία. Ενας οιονεί εμφύλιος αντικαθιστά τον δημοκρατικό διάλογο.

Σε αυτό το κλίμα, ο φόβος ισοδυναμεί με παράδοση σε μια δυσοίωνη μοίρα για τη δημοκρατία. Οι ελεύθεροι πολίτες δεν φοβούνται.