Η Τουρκία καθίσταται ολοένα και περισσότερο απρόβλεπτη και επικίνδυνα ανεξέλεγκτη χώρα της περιοχής. Εχει αποτύχει εμφανώς σε βασικές επιδιώξεις της εξωτερικής της πολιτικής, έχει διαρρήξει τις σχέσεις της με σειρά από γειτονικές της χώρες (Ισραήλ, Αίγυπτος), απέτυχε να καταλάβει τη βαθύτερη σημασία της Αραβικής Ανοιξης, με αποτέλεσμα να διαπράξει σειρά από λάθη στην αντιμετώπισή της, ακολουθεί μια επιεικώς αμφιλεγόμενη πολιτική απέναντι στο κίνημα των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους (IS) –πολλοί υποπτεύονται ότι το ανέχεται ή και το στηρίζει. Για όλους τους παραπάνω λόγους, και όχι μόνο, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ βρίσκονται σε ένταση. Ως αντίδραση σε όλα αυτά τα προβλήματα και αδιέξοδα η Τουρκία επιχειρεί επίδειξη δύναμης στην κυπριακή ΑΟΖ. Και στο εσωτερικό της η πολιτική διαδικασία προσλαμβάνει ολοένα και οξύτερες αυταρχικές διαστάσεις. Με άλλα λόγια, η Τουρκία, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και τυπικώς υποψήφια για ένταξη χώρα στην ΕΕ, εμφανίζεται να βρίσκεται ουσιαστικά αυτή τη στιγμή «απέναντι» σε βασικές επιλογές Ευρώπης και Δύσης γενικότερα, και ταυτόχρονα να απομακρύνεται από τον αξιολογικό προσανατολισμό της κοσμικής δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων κ.λπ.

Παράλληλα, όμως, η θέση και ο (δυνητικός) ρόλος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή εμφανίζονται ως ζωτικής σημασίας για τη Δύση. Υπό άλλες συνθήκες, η γειτονική χώρα θα μπορούσε να αποτελέσει τον δημιουργικό εταίρο για την αντιμετώπιση προβλημάτων, διαχείριση κρίσεων, προώθηση ευρηματικών λύσεων. Ολα αυτά θα μπορούσαν να είχαν γίνει εάν η Τουρκία ήταν ήδη μέλος της ΕΕ. Και θα μπορούσε να είναι εάν η Ενωση και ορισμένες χώρες-μέλη όπως Γαλλία, Γερμανία και άλλες, περιλαμβανομένης της Κύπρου, δεν διέπρατταν καίρια στρατηγικά λάθη στη διαχείριση της τουρκικής ένταξης. Να υπενθυμίσουμε ότι η Τουρκία άρχισε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις το 2005, ταυτόχρονα με την Κροατία. Και ενώ η Κροατία είναι μέλος της Ενωσης από το 2013, η Τουρκία δεν έχει ανοίξει ούτε τα μισά διαπραγματευτικά κεφάλαια και οι προοπτικές τώρα για ένταξη είναι σχεδόν ανύπαρκτες, κάτι που σημαίνει ότι «η Ευρώπη χάνει τελικά την Τουρκία».

Για την κατάσταση αυτή η Τουρκία φέρει μεγάλη ευθύνη αλλά πολύ μεγαλύτερη, κατά την άποψή μου, φέρει η κοντόφθαλμη προσέγγιση χωρών όπως Γαλλίας και Γερμανίας. Γιατί, ενώ με την έναρξη των διαπραγματεύσεων είχε δημιουργηθεί μια δυναμική για τον βαθμιαίο εκδημοκρατισμό / εξευρωπαϊσμό της στην εσωτερική και εξωτερική της συμπεριφορά, οι χώρες αυτές και κυρίως η Γαλλία έσπευσαν να παγώσουν ουσιαστικά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις για αμφιλεγόμενους λόγους (η Γαλλία κυρίως γιατί δεν θέλει στην Ενωση μια χώρα που πληθυσμιακά θα είναι μεγαλύτερη). Στο παιχνίδι αυτό μπήκε εντελώς άστοχα και η Κύπρος, η οποία, παρά τις απόλυτα δικαιολογημένες ενστάσεις της, θα έπρεπε να αναζητήσει άλλες προσεγγίσεις και όχι το πάγωμα του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία ουσιαστικά εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή προοπτική και μπήκε σε άλλες, επικίνδυνες ατραπούς. Και αυτή τη στιγμή το τίμημα το πληρώνει η Ευρώπη, η Κύπρος (και εμμέσως πλην σαφώς και η Ελλάδα). Τα λάθη πληρώνονται…

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών