Υπάρχει ένας παλιός κανόνας. Οι έλληνες συνταγματολόγοι είναι σαν τους σεισμολόγους –και, εσχάτως, τους αρχαιολόγους. Μπορούν να τσακώνονται ακόμη και για το αν έξω είναι μέρα ή νύχτα. Σε ένα πράγμα, ωστόσο, ομοφωνούν. Η αναθεώρηση του Συντάγματος έπρεπε να είχε γίνει χθες.

Ο Πρωθυπουργός έκανε το πρώτο βήμα για να ξεκινήσει η διαδικασία, χρίζοντας τον Προκόπη Παυλόπουλο επικεφαλής της επιτροπής που θα επεξεργαστεί την πρόταση της ΝΔ για την αναθεώρηση.

Γιατί τον Παυλόπουλο; Οχι μόνο γιατί είναι της δουλειάς. Αλλά και γιατί, παραπλεύρως, η επιλογή ενός ακραιφνούς καραμανλικού εξυπηρετεί τη στρατηγική ανάγκη για επανασυσπείρωση της ΝΔ.

Ο καθηγητής είναι ένας από τους ελάχιστους υπουργούς της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης που επιζούν στη σημερινή Βουλή –όχι χωρίς τραύματα. Στην κληρονομιά της υπουργικής θητείας του εγγράφονται η χαλάρωση των διαδικασιών πρόσληψης στο Δημόσιο αλλά και η αδυναμία να ελεγχθούν οι ταραχές τον Δεκέμβριο του 2008, όταν ο Παυλόπουλος κρατούσε το μεγα-χαρτοφυλάκιο των Εσωτερικών και της Δημόσιας Τάξης.

Ο Παυλόπουλος –όπως όλοι οι καραμανλικοί –ήταν για καιρό σε απόσταση από το Μαξίμου. Αυτό του επέτρεπε να βγαίνει ενίοτε στην επίθεση –ακόμη και για να υπερασπιστεί τη στατιστική της περιόδου 2004-2009 –χτυπώντας τους εύκολους στόχους: τους μη γαλάζιους υπουργούς Οικονομικών. Το έκανε με τον Στουρνάρα, το επαναλαμβάνει τώρα με τον Χαρδούβελη.

Το αναθεωρητικό εγχείρημα, πάντως, δεν θα κριθεί από τις δικές του προσπάθειες. Χρειάζεται πρωτίστως πολιτικό χρόνο. Για να τηρηθούν οι συνταγματικές προθεσμίες και να αρχίσει η ουσιαστική συζήτηση απαιτούνται τουλάχιστον έξι μήνες. Αυτό σημαίνει ότι το εγχείρημα μπορεί να ευδοκιμήσει, μόνο αν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή. Διαφορετικά, οι συνταγματικές αλλαγές θα πρέπει να αναβληθούν μέχρι τη μεθεπόμενη Βουλή.

Εδώ, σύμφωνα με μία ανάγνωση, εντοπίζεται η πολιτική σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας Σαμαρά να ανοίξει τώρα το ζήτημα. Οι βουλευτές τον Μάρτιο δεν θα κληθούν να απαντήσουν μόνο στο δίλημμα «Πρόεδρος (και συμφωνία για το χρέος) ή εκλογές». Θα κληθούν επιπλέον να επιλέξουν και αν θα αφήσουν ανίατες τις χρονίζουσες θεσμικές αγκυλώσεις –όπως η ασυλία των βουλευτών, ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων και πολλά άλλα.

Η στόχευση είναι προφανής: αν η Βουλή διαλυθεί, εκείνοι που θα τη διαλύσουν πρόωρα θα φορτωθούν, εκτός από το κόστος της αστάθειας, και το κόστος της θεσμικής ακινησίας. Το Σύνταγμα ρίχνεται έτσι, πάλι, στη δίνη του πολιτικού παρόντος.

Αλλωστε, καλώς ή κακώς, το Σύνταγμα δεν ήταν ποτέ υπόθεση των συνταγματολόγων.