Υπάρχει ένα αντικειμενικό γεγονός: ότι η Ελλάδα βγαίνει από το καθεστώς και τις διαδικασίες του Μνημονίου.

Και ένα δεύτερο αντικειμενικό γεγονός: ότι η Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή των ευρωπαϊκών συνθηκών που έχει η ίδια συνομολογήσει, θα παραμείνει σε ένα καθεστώς ειδικής επιτήρησης το οποίο περιλαμβάνει συγκεκριμένες διαδικασίες και υποχρεώσεις.

Τα υπόλοιπα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Αλλά αυτά τα δύο αντικειμενικά γεγονότα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν –είτε αρέσουν είτε δεν αρέσουν…

Ενας δημοσιογράφος έχει δύο τρόπους να τα παρουσιάσει.

Είτε να τα παραθέσει και να αξιολογήσει κατά τις γνώσεις του τις διαφορές ενός καθεστώτος ευρωπαϊκής επιτήρησης από ένα καθεστώς μνημονιακού ελέγχου.

Είτε να τσουβαλιάσει αυθαίρετα τα δύο αυτά αντικειμενικά γεγονότα, να αποφύγει την ακριβή αξιολόγηση και να αποφανθεί το χιλιοφορεμένο «όχι Γιάννης, Γιαννάκης…».

Είναι η διαχρονική θεωρία των Γιαννάκηδων. Πως όλα είναι ίδια, όλοι είναι ίδιοι και όλα καταλήγουν στο ίδιο. «Ασε τώρα, ξέρω εγώ που σου λέω…».

Η πρώτη προσέγγιση είναι εκείνη που επιβάλλεται σε κάθε επαγγελματία δημοσιογράφο.

Η δεύτερη προσέγγιση είναι εκείνη του κομματόσκυλου ή απλώς του αστοιχείωτου που υποδύεται τον δημοσιογράφο.

Περιέργως όμως η πρώτη προσέγγιση είναι εκείνη που ενοχλεί περισσότερο. Αξίζει να θυμηθούμε πως ήδη από το 2010 θεωρήθηκε δημοσιογραφικά επιλήψιμη όχι η γενικόλογη υστερική καταγγελία αλλά κάθε ισορροπημένη αξιολόγηση του Μνημονίου.

Ολο και περισσότερο υποψιάζομαι ότι τελικά ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει, παρά αυτά που θα ήθελε ο ίδιος να πει.

Ως εκ τούτου ο δημοσιογράφος οφείλει να προσδιορίζεται μόνο σε σχέση με κάποιον αδιευκρίνιστο «λαό» και τους «φίλους» του: ή θα είναι μαζί τους ή θα είναι εναντίον τους.

Και ο «λαός», από την πλευρά του, όταν δεν ακούει αυτά που θέλει (διότι τα πράγματα δεν είναι απαραιτήτως όπως τα θέλει…) δεν αναρωτιέται για τη βασιμότητα των προσδοκιών ή των επιθυμιών του, αλλά αμφισβητεί τα κίνητρα ή την αξιοπιστία του μέσου ή του δημοσιογράφου.

Ακούω τώρα λυγμούς για την πτώση της αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης. Tην οποία, λέει, μέτρησε η Public Issue –γεγονός από μόνο του οξύμωρο: είναι σαν να αναλάβει παρατηρητής διαιτησίας ο Σπάθας…

Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τα αποτελέσματα της έρευνας, άλλωστε είναι προφανές ότι η δημοσιογραφία δεν περνάει τις καλύτερες στιγμές της.

Μόνο που κάποια στιγμή όλοι όσοι κλαίνε για τη «χαμένη τιμή» της δημοσιογραφίας θα πρέπει να αποφασίσουν.

Τι δημοσιογραφία προτιμούν;

Αυτή που λέει όσα θέλουν να ακούσουν; Ή εκείνη που παρουσιάζει όσα πρέπει να ειπωθούν;

Και μετά κουβεντιάζουμε!..