Ο Σαμαράς τη συνάντησε αθόρυβα. Το ραντεβού είχε μεν ανακοινωθεί, αλλά δεν κλήθηκαν φωτογράφοι. Ο Πρωθυπουργός ίσως ένιωσε ότι δεν έπρεπε να γίνει μέρος μιας αλλότριας εκστρατείας δημοσίων σχέσεων.

Ο Τσίπρας όμως είδε τη Γιάννα Αγγελοπούλου φανερά. Φανερότατα. Δεν ήταν παράλογη επιλογή. Ο μιντιακός αντίκτυπος ωφέλησε το επαναλανσάρισμα και των δύο. Της Αγγελοπούλου ως αντισυστημικής. Και του Τσίπρα ως συστημικού.

Οι συναντήσεις με τον Πρωθυπουργό και τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν μετά την επανεμφάνισή της στην τηλεόραση και στον Τύπο. Που ήρθε μετά τις περιοδείες της ανά την επικράτεια για την παρουσίαση του βιβλίου της. Η κλιμακωτή επιστροφή στη δημοσιότητα δεν μοιάζει τυχαία. Μοιάζει περισσότερο με προσωπική καμπάνια, που –σιγά τον συνειρμό! –ξεδιπλώνεται όσο πλησιάζουμε στην προεδρική εκλογή.

Εντάξει, η Αγγελοπούλου έχει απαντήσει ότι δεν βλέπει τον εαυτό της στο Προεδρικό. Ποτέ όμως δεν έχει πει ότι δεν το θέλει. Εχει απλώς προβλέψει ότι το πολιτικό σύστημα είναι περίπου ανάξιο να την προτείνει.

Πώς επανασυστήνεται η Γιάννα; Πώς διεκδικεί έναν ακόμη γύρο εμπλοκής στα δημόσια πράγματα; Το μείγμα δεν είναι πρωτότυπο. Συντονίζεται με τον διάχυτο θυμό κατά της πολιτικής. Διαφημίζει τον εαυτό της ως το αντίδοτο στην πολιτική –ως doer που κάποτε νίκησε το αναποτελεσματικό «σύστημα». Καταγγέλλει τα συμφέροντα. Και προπαντός κολακεύει τον λαό, παρουσιάζοντάς τον ως ανεύθυνο ποίμνιο.

Πρόκειται για ένα «μενού» που μπορεί να υποστεί κανείς καθημερινά σε οποιοδήποτε καφενείο, σε οποιοδήποτε αθηναϊκό ταξί –που τυχαίνει συχνά να οδηγείται από κάποιον αντισυστημικό επαναστάτη. Θα ήταν ένας αφόρητα κοινότοπος λαϊκισμός, αν δεν αρθρωνόταν από το ύψος της ψηλοτάκουνης ισχύος.

Ο λαϊκισμός μπορεί να φοράει Prada. Αυτό δεν εμποδίζει αναγκαστικά την απήχησή του. Ακόμη και η απενεχοποιημένη επίδειξη πλούτου δεν είναι βέβαιο ότι προκαλεί μόνο αποστροφή. Είναι ο τρόπος του μπερλουσκονισμού. Οι Ιταλοί, σύμφωνα με μια ανάλυση, σαγηνεύονταν από τον Μπερλουσκόνι όχι επειδή τον αγαπούσαν. Αλλά επειδή έβλεπαν σε αυτόν την ωμή εκπλήρωση των μύχιων επιθυμιών τους για χρήμα και χλιδή χωρίς τύψεις.

Η διαφορά της Ιταλίας με την Ελλάδα της κρίσης είναι ότι εκεί η αστική τάξη αντέδρασε όταν η χώρα κινδύνευσε. Εδώ ακόμη ψάχνουμε την αστική τάξη. Μέχρι και οι δανειστές –ο Γιούνκερ, ο Σόιμπλε, η Λαγκάρντ –έφτασαν να λένε ανοιχτά ότι οι πλούσιοι Ελληνες δεν έχουν επωμισθεί κανένα μέρος του κόστους της κρίσης. Τράβηξαν τα πόδια τους μακριά από τη φωτιά.

Η Αγγελοπούλου προβάλλει τον εαυτό της σαν εξαίρεση. Οι υποστηρικτές της λένε ότι ενώ θα μπορούσε να απολαμβάνει αμέριμνη τη ζωή της, εκείνη δείχνει διαρκή αγωνία για τα κοινά.

Είναι μια άποψη που μάλλον συγχέει τη δημόσια ζωή με τη δημοσιότητα. Τον σοσιαλισμό με τον ναρκισσισμό. Και τη δημοκρατία με τη σαπουνόπερα.