Το καλοκαίρι του 2012 ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι υποσχέθηκε ότι «θα κάνει ό,τι χρειάζεται» για να σώσει το ευρώ, περιλαμβανομένων και «χωρίς όριο» αγορών κρατικών ομολόγων χωρών της ευρωζώνης με προβλήματα (πρόγραμμα ΟΜΤ).

Η κίνηση αυτή μείωσε σχεδόν αμέσως το κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας και πιστεύεται ευρέως ότι γλίτωσε την ευρωζώνη από την καταστροφή –χωρίς να χρειαστεί ποτέ να προχωρήσει σε τέτοιες αγορές.

Μόνο η ανακοίνωση του ΟΜΤ ήταν αρκετή για να δώσει τέλος στην υπαρξιακή κρίση της νομισματικής ένωσης. Ομως, σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, η πολιτική αυτή παραβαίνει τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Τώρα το θέμα εξετάζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η απόφασή του θα έχει σημαντικές συνέπειες για το μέλλον της ευρωζώνης, επειδή θα ορίσει τις εξουσίες που έχει, δηλαδή εάν μπορεί η ΕΚΤ να παρεμβαίνει σε κρίσεις χρέους.

Ομως η συζήτηση για το πρόγραμμα ΟΜΤ έχει χάσει το νόημα που έπρεπε να έχει. Οι ηγέτες της ΕΕ θα έπρεπε να ρωτούν εάν η ΕΚΤ θα πρέπει να παρεμβαίνει σε κρίσεις χρέους και όχι εάν το καταστατικό της επιτρέπει να το κάνει. Είναι αλήθεια ότι εάν μια κρίση χρέους δημιουργείται από την κακοδιαχείριση μιας κυβέρνησης και όχι από αποτυχία στη λειτουργία των αγορών, τότε η κεντρική τράπεζα δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει. Εάν ωστόσο δημιουργείται κρίση από αποτυχία συντονισμού μεταξύ των επενδυτών –όπου ο κάθε επενδυτής αρνείται να μετακυλίσει το κρατικό χρέος επειδή φοβάται ότι θα κάνουν το ίδιο κι άλλοι οδηγώντας σε χρεοκοπία -, τότε η νομισματική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.

Για μια κεντρική τράπεζα το καλύτερο είναι να προσπαθεί να διατηρεί σε χαμηλά επίπεδα τον πληθωρισμό όταν όλα πάνε καλά και να είναι διατεθειμένη να παρέμβει όταν υπάρχει κρίση. Η χρήση του ΟΜΤ από την ΕΚΤ πληροί και τα δύο κριτήρια.

Η Τζίτα Γκόπιναθ είναι καθηγήτρια Οικονομικών

στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ