Το πεζοδρόμιο της Ιεράς Οδού είχε γεμίσει αυτοκίνητα -κι ας ήταν Κυριακή πρωί. Το κοινό δεν είχε ηλικία. Είχε όμως ταξικό αποτύπωμα. Ηταν στην πλειοψηφία τους πρόσωπα στα οποία δεν έβλεπες το άγχος του βιοπορισμού. Πρόσωπα που αν είχαν ποτέ ξυπνήσει για χάρη ενός κομματικού καλέσματος, θα ήταν μάλλον για το παλιό ΚΚΕ Εσωτερικού ή τη Δράση –ή και τα δύο. Ηταν το κοινό του Στέλιου Ράμφου.

Η εκδήλωση του Ποταμιού στην οποία πρωταγωνίστησε ο φιλόσοφος ήταν επιτυχημένη. Οχι γιατί το διασκεδαστήριο που είχε μετατραπεί σε αμφιθέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Αλλά γιατί η εκδήλωση εκπλήρωσε τον σκοπό της: «Εγραψε» στα media. Και ο απόηχός της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πήρε μορφή χιονοστιβάδας.

Δεν ήταν βέβαια κομματικό το χάπενινγκ. Ηταν μια διάλεξη που το ακροατήριο άκουσε ευλαβικά –επί σχεδόν δύο ώρες χωρίς κιχ –σαν κήρυγμα. Ακουσαν τον Ράμφο να επαναδιατυπώνει τη θεωρία του για το ελληνικό πρόβλημα. Τη θεωρία ότι η κρίση είναι διαρκής από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, γιατί η ελληνική κοινωνία είναι προ-νεωτερική: Εχει χάσει τα ιστορικά επεισόδια που διαμόρφωσαν τη συνείδηση του δυτικού ανθρώπου. Γι’ αυτό και δεν είναι μια κοινωνία που την ορίζει το συλλογικό συμφέρον. Αλλά το αίμα, η φαμίλια, το σινάφι.

Ωραία διάγνωση. Αλλά στο «διά ταύτα» –στο μέγα ζητούμενο της πολιτικής –η φιλοσοφική συνταγή δεν είχε να συνεισφέρει παρά θεωρητικά σχήματα, όπως τη «νοηματοδότηση του χρόνου». Α, και την πρόβλεψη ότι η κρίση θα έχει περάσει, όταν πια θα βλέπουμε γύρω μας να κλείνουν τα καφενεία –«ο τόπος της παλιάς Ελλάδας» –που πολλαπλασιάζονται ακόμη και σήμερα.

Αν έψαχνε κανείς πολιτικό «ψητό» σε όλα αυτά, έπρεπε να περιμένει το τέλος. Επρεπε να περιμένει τη στιγμή του «διαλόγου», όπου ο πολιτικός αρχηγός συνάντησε τον Πλάτωνά του. Ο διάλογος χρειάζεται τα εισαγωγικά. Γιατί ο πολιτικός ανέβηκε στο πάλκο της φιλοσοφίας –για να το πούμε πλατωνικά –αγεωμέτρητος. Οι δυο τους δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Ο ένας μιλούσε με μαντινάδες, που είχε μόλις αλιεύσει στο twitter. Και ο σοφός –χτυπώντας συγκαταβατικά τον συνομιλητή του στην πλάτη –για τη διαστολή της πραγματικότητας.

Από αυτή τη χαριτωμένη ασυνεννοησία, πάντως, κανείς δεν βγήκε χαμένος. Ο Ράμφος συνάντησε ένα ακροατήριο πολύ ευρύτερο των σεμιναρίων του για τον Χάιντεγκερ. Και ο Θεοδωράκης πασπάλισε το πολιτικό του brand με λίγη φιλοσοφική άχνη.

Από αυτή τη συνεννόηση – μπουζούκι στο μοδάτο μπουζουξίδικο φάνηκε ότι ο στοχασμός μπορεί να συγκατοικεί με το πολιτικό μάρκετινγκ όπως ο αρχαϊκός χαρακτήρας του Ελληνα συμβιώνει με τη μετανεωτερικότητα.

Στο τέλος, άνετα και χαλαρά, καθοδηγητής και καθοδηγούμενος υπέκυψαν στο αναπόφευκτο: τη φύση της καφενειακής μας ελληνικότητας.