Η τουλάχιστον εξοργιστική από κάθε άποψη ανοχή βασικών κέντρων ισχύος έναντι των σαφώς πειρατικών πρακτικών της Αγκυρας αποβαίνει ευθέως ενθάρρυνση των επιθετικών συμπεριφορών εις βάρος της Κύπρου. Κι αυτό «θα το βρουν μπροστά τους» ό,τι και να συμβεί. Με την έννοια (και τη βεβαιότητα) ότι: σε κάθε περίπτωση, από την οποιουδήποτε βαθμού εκτροπή (όπως αυτή που αφήνεται ανενοχλήτως να ανελιχθεί) θα αναπαραχθούν ευρύτερες ανατροπές στην καθ’ όλα εύφλεκτη και κυρίως προσδιοριστική γεωπολιτική ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου.

Κι αυτό δεν θ’ αφήσει αλώβητους εκείνους που: είτε περιορίζουν τα ευθύνες τους στην ουδετερότητα των κερκίδων. Οπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι και η Ουάσιγκτον. Είτε κι ευθέως (και απαραδέκτως) παρωθούν την τυχοδιωκτική πολιτική της Αγκυρας. Βλέπε Λονδίνο. Με τον βρετανό πρωθυπουργό να επιρρίπτει ευθύνες μέχρι και στην Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία και καλεί ν’ αναστείλει αξιοποίηση κοιτασμάτων μέχρι να επιλυθεί το Κυπριακό! Διαχρονικός βρετανικός ρόλος και δόλος.

Τα πράγματα βεβαίως είναι διαλεκτικώς πιο απλά. Γιατί όταν δέχεται πλήγμα στον πυρήνα της εθνικής της κυριαρχίας χώρα-μέλος των Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα εταίρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με άμεσο κίνδυνο ν’ αλωθεί, τότε: και η διεθνής νομιμότητα (όπως την εκφράζει ως θεματοφύλακας της ο ΟΗΕ) βαναύσως διαβρώνεται. Και το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι (ως θεσμική διαδικασία και προοπτική) αδυσωπήτως ακυρώνεται.

Ή τουλάχιστον τραυματίζεται ανεπανόρθωτα. Το αυτονόητο. Κι αυτό ακριβώς δεν συγχωρεί άνευρες επιλογές και ποντιοπιλατικές εν πολλοίς αμφισημίες στη στάση εκείνων που και οφείλουν και μπορούν ν’ αρθρώσουν αποτελεσματικό –και δυνάμει αποτρεπτικό –λόγο.

Γιατί: και η Ευρωπαϊκή Ενωση ως ενιαία διακρατική κοινότητα και η Ουάσιγκτον ως ποδηγετούσα τις ατλαντικές στρατηγικές μπορούν να επαυξήσουν, αν μη τι άλλο, το κόστος αυτών των τουρκικών ενεργειών. Οχι με στρατιωτικές ασφαλώς παρεμβάσεις (που είναι παντελώς εκτός συζητήσεως) αλλά με προειδοποιητικούς ενδεχομένως αποκλεισμούς και αποφάσεις τέτοιες, τις οποίες δεν θα μπορούσε ανώδυνα η Αγκυρα να μη συνυπολογίσει. Κι αποδεικνύεται ακριβώς σήμερα πόσο λανθασμένες ήταν οι θεωρίες (κάποιων ημετέρων στην Αθήνα και στη Λευκωσία) όταν επέμεναν ότι: στηρίζοντας την ενταξιμότητα της Τουρκίας κι ενισχύοντας την πορεία της προς την ευρωπαϊκή πύλη, θα διαπιστώναμε απάμβλυνση της επιθετικότητας και θα εισπράτταμε περιστολή της στρατηγικής κακοβουλίας.

Δευτέρα πλάνη, χείρων της πρώτης! Γιατί, πώς μπορεί να πιστοποιείται η ενταξιμότητα χώρας, που: αφενός δεν αναγνωρίζει έναν από τους εταίρους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Από τον οποίο μάλιστα εξαρτάται σε τελική ανάλυση ο διασκελισμός της κοινοτικής πύλης από την ίδια. Και αφετέρου εισβάλλει με πολεμικά στην επικράτειά του. Που είναι (με θεσμικούς όρους) και κοινοτική!

Πέραν αυτών, ιδιαίτερης σημασίας κρίνεται ειδικότερα η βρετανική στάση. Που:

1. Εχει συγκεκριμένα δικά της «ειδικά συμφέροντα» και προσδοκά εξίσου δικά της «ειδικά κέρδη» στη νομή του υποθαλάσσιου πλούτου. Αναμένοντας. Για να θέσει ζητήματα που σχετίζονται με τις παράκτιες ζώνες των «κυριάρχων (ελέω Ζυρίχης) εδαφών» της, στις νότιες περιοχές της Κύπρου.

2. Διαχρονικά και πριν και κατά και μετά την εισβολή του Αττίλα το 1974 υπήρξε, όχι απλώς επιτηδείως ουδέτερη αλλά βαναύσως συνήγορος (και δολίως συνεπίκουρος) των τουρκικών στοχοθετήσεων. Κι επί επιπέδου βίαιης εδαφικής διαιρέσεως. Και όσον αφορά τον συνακόλουθο πολιτικό διαμελισμό.

Επιλιπαίνοντας ευθέως δυναμικές συνομοσπονδιακών δομών. Και προάγοντας (με αυτόκλητες διαμεσολαβητικές παρεμβάσεις) ιδέες απομειώσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και καθιδρύσεως μορφώματος δύο οιονεί κρατιδίων, με όχημα την «Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία». Την οποία και τελικά έχουν οι πάντες αποδεχθεί. Οπόταν κι επιβλήθηκε και στη Λευκωσία, ως το υπό τις περιστάσεις επαχθές «μη χείρον». Που υπό τις ίδιες σήμερα περιστάσεις θεωρείται (κι ενδεχομένως είναι) μη αναστρέψιμο.

Αλλά είναι ακριβώς σ’ αυτό το εφαλτήριο που στηρίζει τις επεμβατικές της παρεμβολές η Αγκυρα. Γιατί πίσω από αυτό το ίδιο υπάρχουν νομικιστικές ερμηνείες και σοφιστικές πονηρίες περί των «δύο Συνιστώντων Κρατών» της υπό προαγωγήν Διζωνικής Ομοσπονδίας. Τις οποίες όμως έχουμε από πολλού συνυπογράψει. Κι αυτό πρέπει να οδηγήσει αν μη τι άλλο και σε ανάλογη αυτοκριτική. Αλλά και στη συνειδητοποίηση όλων εκείνων που όλο αυτό το διάστημα ενθυλάκωνε η Αγκυρα. Οσων δηλαδή εκόντες ή άκοντες (είτε κι επιπολαίως) εκχωρούσαμε. Δίκην λύτρων για να εξαγοράζουμε τα κατά καιρούς αδιέξοδα που οι τουρκικές στρατηγικές προκαλούσαν. Και τα οποία τελικά «μοσχοπουλούσαν» στα θύματα της καταθλιπτικής ομηρείας.

Σήμερα, με την Ελλάδα σε χρεοκοπική κατιούσα και την Κύπρο σε παράλληλη αδυναμία, ο Αττίλας επανακάμπτει. Οχι με άρματα μάχης, αλλά με φρεγάτες και υποβρύχια…

Ο Ανθος Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής