Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το ριάλιτι σόου γεννήθηκε ως είδος τη δεκαετία του 1940 μέσα από αμερικανικές εκπομπές του τύπου «Βασίλισσα για μια μέρα», όπου κάθε διαγωνιζόμενη προσπαθούσε να πείσει το κοινό πως η ζωή της ήταν αρκούντως τραγική και η υπερηφάνειά της αρκούντως αλώβητη ώστε να δικαιούται το στέμμα. Αλλοι αντιτείνουν πως το πρώτο πραγματικό ριάλιτι ήταν το ολλανδικό «Νούμερο 28», το οποίο προσέφερε το 1991 για πρώτη φορά στο φιλοθέαμον κοινό τη δυνατότητα να παρακολουθήσει από την κλειδαρότρυπα τις αλληλεπιδράσεις επτά ξένων, φοιτητών εν προκειμένω, που βρέθηκαν συνέγκλειστοι στο ίδιο σπίτι.

Οπως και να έχει, το είδος γνώρισε πρωτοφανή άνθηση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, για να παραδώσει κατόπιν τα σκήπτρα στα κάθε λογής «τάλεντ σόου». Είναι και αυτό ένα από τα δεκάδες υποείδη που γέννησε με τα χρόνια η ανάγκη για τηλεθέαση. Κάποια πέτυχαν, άλλα ναυάγησαν. Το δίκτυο TF1, για παράδειγμα, λανσάρισε το 2003 το πρόγραμμα «36 ώρες». Στο πρώτο επεισόδιο, ένας υφυπουργός της κυβέρνησης Σιράκ, ο Πιερ Μπεντιέ, ζούσε 36 ώρες με μια γαλλική οικογένεια. Δεύτερο επεισόδιο δεν προβλήθηκε ποτέ, παρενέβη ο πρωθυπουργός με ρητή απαγόρευση συμμετοχής στα μέλη της κυβέρνησης. Αλλά από τότε μέχρι σήμερα έγιναν πολλά στη Γαλλία. Μεσολάβησε, κατ’ αρχάς, ο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος μετέτρεψε την πολιτική σε μόνιμο ριάλιτι σόου. Κι έπειτα ήρθε η κρίση, αυτή η κρίση που κάνει τους Γάλλους να θεωρούν θεμιτό το ερώτημα «Είναι η Γαλλία νεκρή;». Σε αυτό το πλαίσιο διέρρευσε η είδηση. Οτι έξι έως οκτώ (διότι κάποιοι το διαψεύδουν) γάλλοι πολιτικοί από τους Σοσιαλιστές και το δεξιό UMP, πολιτικοί γνωστοί και ενεργοί, επέτρεψαν στους παραγωγούς του δικτύου D8 να τους μεταμφιέσουν ώστε να ζήσουν για λίγο άλλος ως ανάπηρος, άλλος ως καθηγητής λυκείου, άλλος ως τραυματιοφορέας και άλλη ως «διαζευγμένη μητέρα δύο παιδιών σε αναζήτηση σπιτιού». Ωστε να «επανασυνδεθούν με την πραγματικότητα. Με τα πραγματικά προβλήματα. Με την πραγματική ζωή». Στέλεχος της Ακροδεξιάς δεν συμμετέχει, λογικά δεν θα προσκλήθηκε για λόγους πολιτικής ορθότητας. Κι έμειναν μόνο κάτι γκρινιάρηδες όπως ο Μπρινό Ροζέρ-Πετί, ο αρθρογράφος του «Λ’ Ομπζ», να διαμαρτύρονται ότι «η αυτοκτονία της γαλλικής πολιτικής ζωής συνεχίζεται» και ότι «αυτή είναι η τηλεόραση που θρέφει, μέρα με τη μέρα, λες και το κάνει επίτηδες, την ψήφο στη Μαρίν Λεπέν».