Μετά τον εκλογικό σεισμό του 2012 ξεκίνησαν δύο ανταγωνιστικές πολιτικές επιχειρήσεις με κοινό σημείο αναφοράς το κόμμα που από πέμπτη τη τάξει κοινοβουλευτική δύναμη το 2009, με το 4,6% των ψήφων, είχε εκτιναχθεί αίφνης στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η μία ήταν η επιχείρηση «βίαιη ωρίμαση». Εξελισσόταν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ κι ήταν μια μάλλον μοναχική προσπάθεια μετάβασης από τον αφελή αντιμνημονιακό ακτιβισμό στην προγραμματική και πολιτική ωριμότητα. Η άλλη ήταν η επιχείρηση «υγειονομική απομόνωση». Εξελισσόταν γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ και ήταν μια προσπάθεια στιγματισμού του ως ακραίου και επικίνδυνου πολιτικού φαινομένου. Παροδικού φαινομένου, μάλιστα, που το γέννησε η κρίση και που θα ξεφουσκώσει όταν αυτή υποχωρήσει.

Οι δύο επιχειρήσεις εξελίσσονταν παράλληλα, με την καθεμία να ζει από τις δυσκολίες της άλλης, με την καθεμία να προσπαθεί να ματαιώσει την άλλη σε έναν ιδιότυπο ψυχρό πόλεμο. Κοντά δυόμισι χρόνια αργότερα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι καμία από τις δύο επιχειρήσεις δεν ευτύχησε.

Η απόπειρα να εξουδετερωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να καταστεί αποσυνάγωγος –πότε ως «φίλος των τρομοκρατών», πότε ως «κόμμα της δραχμής», πότε ως το «άλλο άκρο», ομόλογο των χρυσαυγιτών –μπορεί να έβρισκε συχνά ευκαιρίες, αφορμές και επιχειρήματα στην κακοφωνία των συνιστωσών και στα εξαρτημένα ανακλαστικά ενός προκατακλυσμιαίου ακτιβισμού, αλλά πνίγηκε στην προπαγανδιστική της υπερβολή. Τα όριά της αποτυπώθηκαν στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Και η αναβίωσή της, που βλέπουμε να επιχειρείται μέσω του τρόμου του ΑΤΜ, σκοντάφτει στο πραγματικό «τέλος του φόβου». Ο φόβος της μοιραίας περιπέτειας, της άτακτης χρεοκοπίας ή της εξόδου από το ευρώ μπορεί να ήταν –και όχι άδικα –καταλυτικός στη διαμόρφωση του αποτελέσματος του Ιουνίου του 2012 και στο κοινωνικό κλίμα που επικράτησε αμέσως μετά, αλλά τώρα πια έχει σε μεγάλο βαθμό εξατμισθεί. Το ίδιο το επίσημο αφήγημα για τις επιτυχίες της δημοσιονομικής προσαρμογής, τα σημάδια ανάσχεσης και δειλής αναστροφής της ύφεσης στην πραγματική οικονομία, η εξαφάνιση των σεναρίων Grexit από τον ευρωπαϊκό Τύπο, όλα σπρώχνουν μια ευκρινή πλειονότητα της κοινής γνωμης να απαντά στις δημοσκοπήσεις τελευταίας εσοδείας με την εμπεδωμένη (δικαιολογημένη; Αλλο θέμα…) αίσθηση ότι οι κίνδυνοι πέρασαν. Οτι τα πειράματα, τώρα πια, επιτρέπονται.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ η διάρρηξη της ζώνης υγειονομικού αποκλεισμού (από τα μοναστήρια του Αγίου Ορους ώς τα fora της διεθνούς οικονομικής ελίτ και από το γραφείο του κυρίου Ασμουσεν στο Βερολίνο ώς το ελληνικό Πεντάγωνο) θα έπρεπε να βοηθά τον ΣΥΡΙΖΑ να επιταχύνει τη «βίαιη ωρίμασή» του, και αυτή η επιχείρηση δείχνει σημάδια ανάσχεσης. Μπορεί η προσδοκία των εκλογών και οι φιλοδοξίες εξουσίας να κάνουν τις κραυγές ψιθύρους, αλλά το πρόβλημα είναι εκεί. Αλυτο. Το επιβεβαιώνει η συστηματική προσπάθεια «αυτονόμησης» του λόγου και των κινήσεων του Αλέξη Τσίπρα από τον κομματικό ιστό. Η συμβολική σημασία της συμμετοχής του σε ένα οικονομικό forum, την ώρα που οι σύντροφοί του διαδήλωναν (κατά το έθιμο) στη Θεσσαλονίκη, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η διαδικασία ωρίμασης ενός κόμματος, με ευκρινή και συνεκτική ηγετική ομάδα, που φιλοδοξεί να εμφανιστεί ως πειστική, εναλλακτική κυβερνητική λύση υποκαθίσταται από την ωρίμαση ενός ηγετικού προφίλ μετριοπαθούς, αποδεκτού από τις διεθνείς πρωτεύουσες, που λειαίνει τις γωνίες του λόγου του. Αλλά δεν βρίσκει πολλαπλασιαστές (με εξαίρεση κάποιες μοναχικές φωνές ρεαλιστών κομματικών οικονομολόγων) στο κομματικό σώμα. Είναι ένα εγχείρημα διαρκών ισορροπιών που κινδυνεύει από «ατυχήματα» –σαν την υπόθεση του «κουμπαρά» ή την κατάληψη στα Προπύλαια. Και που δυσκολεύεται να πείσει ως ασφαλής κυβερνητική προοπτική.

Κάπως έτσι ζούμε ένα τέλος εποχής, χωρίς η νέα εποχή να ανατέλλει. Η εποχή του ψυχρού πολέμου στην πολιτική ζωή μένει από καύσιμα και τελειώνει. Αλλά η εποχή της «κανονικότητας», όπου οι αντίπαλες και ανταγωνιστικές πολιτικές δυνάμεις συνυπάρχουν σε ένα ελάχιστο, κοινά αποδεκτό πλαίσιο και δεν δίνουν μάχες αμοιβαίας εξόντωσης μοιάζει ακόμη μακρινός προορισμός.