Η πιο πολιτική ομιλία των ημερών δεν ήταν πολιτική. Δεν προήλθε δηλαδή από κάποιον πολιτικό. Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος για την οικονομία, ανέδειξε αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί πρωτίστως το πολιτικό προσωπικό της χώρας: τη «Νέα συνεννόηση» μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης.

Κατ’ ουσίαν πρόκειται για πολιτική πρόταση που οδηγεί στον επανακαθορισμό της σχέσης της Αθήνας με τις Βρυξέλλες και όχι με τα κράτη – μέλη και πρωτίστως τη Γερμανία, όπως αναδύεται από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Αποκτά περισσότερη αξία αν συνδεθεί με την ομιλία του Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ στο Ευρωκοινοβούλιο. Με μια φράση είπε ότι η Ενωση πρέπει να γυρίσει την πλάτη στις διακυβερνητικές διεργασίες και να αναδείξει τον κοινοτικό χαρακτήρα της με τη δράση των οργάνων της.

Από αυτή την άποψη, η πρόταση Βέττα περιέχει κάτι επείγον: την ανάγκη να εκμεταλλευτεί η χώρα το κλίμα που διαμορφώνει ο Γιούνκερ για να βάλει σε νέες βάσεις τη σχέση με το κοινοτικό κέντρο. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει με τον τρόπο που προωθούν ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος –δηλαδή διεκδικήσεις -, αλλά με τον τρόπο που πρότεινε προ καιρού ο Σημίτης: με προτάσεις.

H αναθεώρηση του ελληνοευρωπαϊκού κεκτημένου με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από την κρίση δεν αφορά μόνο τα δύο γερασμένα κυβερνητικά κόμματα –τα οποία με την ακραία αντιπαλότητά τους στο παρελθόν ευθύνονται για τη χρεοκοπία. Αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον το εννοεί πως, αν κυβερνήσει, ό,τι κάνει –ασκώντας δικαίωμα που θα του έχει εκχωρήσει ο ελληνικός λαός –θα το κάνει αποκλειστικά και απαράβατα εντός της Ευρώπης. Από αυτή την άποψη, η «Νέα συνεννόηση» Ελλάδας – Ενωσης είναι μεγαλύτερη πρόκληση για τον Τσίπρα παρά για τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο –που τη βλέπουν περισσότερο ως σωσίβιο.

Σε κάθε περίπτωση η νέα σχέση με την Ευρώπη είναι για την Ελλάδα ο δρόμος για να μείνει στην Ευρώπη. Γιατί όπως έλεγε ο ιταλός συγγραφέας Τζουζέπε ντι Λαμπεντούζα: «Χρειάζονται αλλαγές για να μένουν τα πράγματα ίδια».