Δεν είναι λίγοι όσοι προεξοφλούν μια στροφή 180 μοιρών από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση νίκης του κόμματος σε προσεχείς εκλογές. Το ίδιο ακριβώς επεδίωξε να κάνει και ο σημερινός Πρωθυπουργός κ. Σαμαράς παρά την αρχική εφεύρεση του Αντιμνημονίου το 2010. Ο κ. Σαμαράς αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι για να μπορέσει να ασκήσει την εξουσία που διεκδικούσε σε περίπτωση νίκης του, θα έπρεπε να σημάνει ένα «σινιάλο» στους εταίρους μας αλλά και στους διεθνείς επενδυτές ότι το πρόγραμμα που εφαρμοζόταν στην Ελλάδα θα συνεχιζόταν απαρέγκλιτα από τον ίδιο παρά τη μέχρι τότε δημόσια ρητορική του. Ο τίτλος αυτής της οβιδιακής μεταμόρφωσης δεν ήταν άλλος από το «ουδείς αναμάρτητος» που, ως Πρωθυπουργός πια, ο κ. Σαμαράς φέρεται να είπε στη γερμανίδα καγκελάριο, ενώ το περιεχόμενο του σινιάλου δεν ήταν άλλο από τη συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Λουκά Παπαδήμο και την υπερψήφιση του δευτέρου Μνημονίου.

Ξεχνάμε, ωστόσο, πολύ συχνά το πολιτικό κόστος που είχε αυτή η προεκλογική μεταστροφή της ΝΔ. Κατά την ψηφοφορία του δεύτερου Μνημονίου στο Κοινοβούλιο, η ΝΔ έχασε 21 βουλευτές από μια Κοινοβουλευτική Ομάδα που αριθμούσε 83, δηλαδή περίπου το 25% της δύναμής της. Εδώ βρίσκεται και μία από τις βασικές πηγές ενδεχόμενου πολιτικού ρίσκου σε περίπτωση μιας νίκης του ΣΥΡΙΖΑ: με δεδομένο ότι μια αντίστοιχη ενέργεια με αυτή της ΝΔ δεν φαίνεται ότι θα συμβεί προεκλογικά, θα ακολουθήσει το σύνολο μιας ενδεχόμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ στροφή στον ρεαλισμό; Ή μήπως η πληθώρα τάσεων θα κοστίσει σημαντικά στην αναγκαία πολιτική σταθερότητα;

Το δεύτερο στοιχείο ρίσκου έχει να κάνει με την ίδια τη φύση των αγορών. Οι αγορές ομολόγων βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε προσέγγισης της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας και καθώς έχουμε ανάγκες δανεισμού, ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας, ως κράτη, το μοιραζόμαστε de facto μαζί τους. «Θα ήθελα να μετεμψυχωθώ σε αγορά ομολόγων, μπορείς να τρομοκρατήσεις τον οποιονδήποτε» είχε δηλώσει ο «στρατηγός» του Κλίντον, Τζέιμς Κάρβιλ, το 1993, όταν η κυβέρνηση Κλίντον δεν μπόρεσε να εφαρμόσει προεκλογική υπόσχεση για μείωση της φορολογίας στη μέση τάξη λόγω φόβου υποβάθμισης των αμερικανικών ομολόγων από τους οίκους αξιολόγησης.

Η δημόσια προσέγγιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί της μη αποδοχής της όποιας διαπραγμάτευσης προτίθεται να κάνει η σημερινή κυβέρνηση για τη μείωση της αξίας του χρέους είναι το χειρότερο δυνατό μήνυμα που μπορεί να σταλεί στους θεσμικούς μας εταίρους. Κάτι τέτοιο έχει προφανή επίπτωση στις αγορές όσο το ενδεχόμενο εκλογής ενός κόμματος που υιοθετεί αυτή τη ρητορική καθίσταται πιθανό. Μια τέτοια στάση μερικώς επεξηγεί το γιατί οι εταίροι μας και οι αγορές δεν δύνανται να εμπιστευτούν την Ελλάδα χωρίς ένα –έστω «διακριτικό» –πρόγραμμα προσαρμογής. Το ζήτημα όμως είναι ότι με αυτόν τον τρόπο, πέρα από το ότι ζημιώνεται η προοπτική της χώρας στο ορατό χρονικό διάστημα, επί της ουσίας υπονομεύεται και η δυνατότητα της όποιας αντιπολίτευσης να ασκήσει τα καθήκοντά της με επάρκεια σε περίπτωση εκλογής της, διότι το χάσμα υποσχέσεων και πραγματικότητας θα είναι υπερβολικά μεγάλο για να καλυφθεί. Η κλασική μεταπολιτευτική συνταγή της «δομικής αντιπολίτευσης» δεν μπορεί να επαναληφθεί ενώ μια πολυεπίπεδη οικονομική κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη, τουλάχιστον όχι χωρίς συνέπειες.

Χωρίς ειλικρίνεια και εθνική συνεννόηση δεν θα υπάρξει ούτε έξοδος από τα προγράμματα σταθερότητας και σκληρής επιτήρησης ούτε βιώσιμη λύση σε ένα πρόβλημα το οποίο υπερβαίνει όλους εμάς και τις εξατομικευμένες μας φιλοδοξίες. Εδώ και καιρό βρισκόμαστε στην ιστορική καμπή εκείνη όπου πρέπει να σκεφτούμε και να δράσουμε εθνικά –ούτε κομματικά ούτε προσωπικά. Μπορούμε;

Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι ερευνητής Πολιτικής Οικονομίας, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ