Τα παιδικά μου χρόνια δάσκαλοι και γονείς, πιστεύοντας ότι χάνω πολύτιμο χρόνο από τα χρήσιμα διαβάσματα που θα με βοηθούσαν «να γίνω άνθρωπος», με κυνηγούσαν να μη διαβάζω «Μίκι Μάους» επειδή, έλεγαν, με εθίζει στην ευκολία και ενσταλάζει αρνητικά πρότυπα. Πολλές δεκαετίες αργότερα οι βαθύτατα λαϊκές ιστορίες του Καρλ Μπαρκς ή του Φλόιντ Γκόντφρεντσον επανεκδίδονται σχολιασμένες, γίνονται διδακτορικά, απασχολούν ενήλικους, έχοντας διαψεύσει τη συντηρητική «λογοκρισία».

Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα και με πολλούς λαϊκούς τραγουδιστές, που η δεκαετία του 1980 τους είχε κατατάξει στο λούμπεν. Οχι επειδή, π.χ., τραγουδούσαν «καψούρικο» (ο Βοσκόπουλος την ίδια εποχή ήταν ο ιδεότυπος και καψούρας και κλαψούρας, αλλά ήταν μέινστριμ, όχι περιθώριο). Επειδή δεν κατάφεραν να εμφανιστούν δημοσίως με το λούστρο με το οποίο «περνούσε» τους δικούς της καλλιτέχνες η πολύ ισχυρή μουσική βιομηχανία –τον ήχο τους και την εικόνα τους. Ιδιώματα συγγενή, λοιπόν, βρίσκονταν απέναντι. Ο Μαργαρίτης, π.χ., που σήμερα τραγουδάει στα νεολαιίστικα φεστιβάλ και στο Παλλάς, ηχογραφούσε ίσως τα καλύτερα τραγούδια του στη μικρή εταιρεία Πολυφών, σε έναν παράδρομο της Ομόνοιας –που οι δίσκοι της δύσκολα έβρισκαν διανομή. Κι όταν το περιοδικό «Ντέφι» ανέβασε στον Λυκαβηττό τον Μανώλη Αγγελόπουλο υπήρξαν πλήθος θεσμικές αντιδράσεις –όχι επειδή ήταν μια επιθετική καλλιτεχνική κίνηση ενός «κλειστού» ιδεολογικού ρεύματος όπως η νεορθοδοξία, αλλά επειδή ο «γύφτος» ήταν στον αντίποδα του «υψηλού» στην τέχνη.

Ο Σπύρος Ζαγοραίος, που πέθανε προχθές, δεν ήταν «γύφτος», ήταν όμως μάγκας με λαϊκό παράστημα κι ήταν πάντα μάνατζερ του εαυτού του. Επίσης, δεν είχε χορηγό, δεν είχε κόμμα να τον στηρίξει κι η τηλεόραση (η τηλεόραση, ρε φίλε!) τον θεωρούσε υποδεέστερο των αξιών που προβάλλει. Ηταν απότακτος από την αριστοκρατία της ποιότητας –και αν τα πράγματα ήταν στατικά θα πήγαινε στον άλλο κόσμο με το «Εντελαμαγκέν», μια στιβαρή παρωδία της λαϊκής κλαψούρας, που ήταν και παραμένει κυρίαρχη αισθητική, συχνά στο όνομα του «υψηλού», στην πραγματικότητα του δήθεν.

Ευτυχώς, το δήθεν δεν είναι παντοδύναμο. Και ο Ζαγοραίος, χωρίς περιττές φιοριτούρες, πέρασε τον Αχέροντα ως αυτοδημιούργητος που διέψευσε την κατεστημένη αντίληψη, η οποία μοιράζει προκάτ ρόλους και η οποία τον είχε καταδικάσει στο περιθώριο.