Συχνά το τελευταίο διάστημα στον Τύπο –αλλά και στην πρόσφατη εκδήλωση του Greek Public Policy Forum (GPPF) με την πολιτική κοινότητα Μπροστά –(αντι-)παρατέθηκαν δύο διαμετρικά αντίθετες λογικές για τη συνταγματική αναθεώρηση.

Από τη μία, ο καθηγητής Γιώργος Τσεμπελής με σειρά παρεμβάσεών του, τελευταία εκ των οποίων στο «Βήμα της Κυριακής», απέδειξε ότι τα μακροσκελή συντάγματα, όπως το ελληνικό, εκτός του ότι συσχετίζονται με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εμπεριέχουν περιορισμούς που ο συνταγματικός νομοθέτης «κλειδώνει» σε αυτά. Τα συντάγματα αυτά –όπως και πάλι το ελληνικό –τείνουν να είναι «σκληρά», δηλαδή δύσκολα ως προς τις προϋποθέσεις αναθεώρησης, μολονότι εντέλει (και εδώ είναι το οξύμωρο) αναθεωρούνται συχνότερα από τα πλέον «ξεκλείδωτα» συντάγματα. Με το σκεπτικό αυτό, ο κ. Τσεμπελής προτείνει να τροποποιηθεί το άρθρο 110, ώστε το Σύνταγμα να αναθεωρείται ευκολότερα.

Στον αντίποδα, ο πρώην υπουργός Γιάννης Ραγκούσης με παρεμβάσεις του, εκ των οποίων η πλέον πρόσφατη στην «Καθημερινή», προτείνει βαθιά αναθεώρηση του Συντάγματος, ζητώντας να «κλειδωθούν» σε αυτό, μεταξύ άλλων, το όριο και ο έλεγχος εξωτερικού δανεισμού, η σταθερότητα στο εκλογικό σύστημα και στη φορολογία ως προϋπόθεση ανάπτυξης, η αξιοκρατία και αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα, η Διαύγεια, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Δικαιοσύνης σε θέματα φοροδιαφυγής και η ιθαγένεια.

Αν και –λόγω του θεσμικού ελλείμματος, στο οποίο και θα καταλήξω –δεν παραβλέπω τους κινδύνους ευκολότερης διαδικασίας αναθεώρησης, τάσσομαι υπέρ της «τάσης Τσεμπελή». Κατανοώ το πνεύμα του κ. Ραγκούση, θα μπορούσα να συνυπογράψω στην ουσία τους όλες τις προτάσεις του και φυσικά συμμερίζομαι την αγωνία ενός ευγενών προθέσεων πολιτικού που, σε λίγο χρόνο και υπό συνθήκες αντίξοες, προώθησε μεταρρυθμίσεις καίριες, για να δει να ακυρώνονται στην πράξη ή στα δικαστήρια την επομένη της θέσπισής τους. Είναι όμως στο Σύνταγμα η θέση όλων αυτών των προτάσεων; Είναι ο ρόλος ενός συντάγματος αυτός;

Η απάντηση είναι όχι. Το γεγονός όμως ότι προτείνεται να ρυθμιστούν τα θέματα αυτά (καθώς και, κατά καιρούς, άλλα πολλά) σε συνταγματικό επίπεδο είναι –πιστεύω –ενδεικτικό ενός άλλου φαινομένου. Η «εργαλειακή» αντίληψη περί συντάγματος και η τάση «κλειδώματος» σε αυτό τέτοιας φύσης ρυθμίσεων, εκτός του ότι «παραφουσκώνουν» το ήδη υπερτροφικό και βερμπαλιστικό ελληνικό Σύνταγμα, προδίδουν ένα βαθύτερο πρόβλημα: θεσμική ανασφάλεια και κυρίως έλλειψη εμπιστοσύνης του ενός θεσμικού φορέα έναντι του άλλου. «Κλειδώνουμε» στο Σύνταγμα ό,τι φοβόμαστε ότι οι άλλοι «παίκτες» του συστήματος θα αλλάξουν.

Η λύση όμως δεν είναι οι «κλειδαριές». H μαξιμαλιστική, απόλυτη απαγόρευση του συνταγματικού νομοθέτη στο θέμα του βασικού μετόχου και ο νομικός τραγέλαφος που ακολούθησε, καθιστώντας τη σχετική διάταξη νεκρό γράμμα, το αποδεικνύουν. Λύση δεν είναι να «κλειδώσουμε» την ιθαγένεια στο Σύνταγμα, αλλά να κάνει σωστά τη δουλειά του το απογοητευτικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Ούτε λύση είναι να «κλειδώσουμε» τον εκλογικό νόμο στο Σύνταγμα, αλλά τα απροκάλυπτα φαρισαϊκά κόμματα και οι κοινοβουλευτικές τους πλειοψηφίες να μην αλλάζουν ανεπαίσχυντα στο παρά πέντε και για προφανείς ιδιοτελείς λόγους τούς κανόνες εκλογής ευρωβουλευτών.

Κοντολογίς, η λύση δεν είναι το Σύνταγμα καθεαυτό είναι να λειτουργούν ποιοτικά οι θεσμοί. Φευ, αυτό δεν θα το επιτύχει η (κατά τα άλλα χρήσιμη) συνταγματική αναθεώρηση. Οπως υποστήριζα στην εισαγωγή του ερωτηματολογίου της έρευνας του GPPF για τη συνταγματική αναθεώρηση, αυτό που εντέλει κάνει μια πολιτεία «συντεταγμένη» δεν είναι το γραπτό της σύνταγμα, ούτε ο νομικός φορμαλισμός, αλλά η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των θεσμών της, η λογοδοσία και η διαφάνεια, αλλά και η διαδικασία εμπέδωσης του κράτους δικαίου. Σε ένα κράτος με οξύτατο πρόβλημα στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, το Σύνταγμα ούτε το κύριο πρόβλημα είναι, αλλά ούτε και πανάκεια. Ας στραφούμε στους θεσμούς. Εχουν τεράστια περιθώρια, αλλά και ανάγκη άμεσης βελτίωσης.

Ο Βασίλης Π. Τζεβελέκος είναι λέκτορας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Hull και μέλος του Greek Public Policy Forum