Θα μπορούσε να δει κανείς όσα συνέβησαν στις αγορές την περασμένη εβδομάδα ως προπομπό ενός καφκικού μέλλοντος. Ενα προμήνυμα για όσα θα επακολουθήσουν εάν το εγχώριο πολιτικό σύστημα συνεχίσει να κινείται στο ίδιο μοτίβο, εάν εξακολουθήσει να πορεύεται με το ένστικτο επιβίωσης που τόσο πολύ το χαρακτήρισε την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Οι αντιδράσεις που καταγράφηκαν στο διεθνές περιβάλλον έδειξαν ότι εκείνο το αρχέγονο ένστικτο όχι μόνο δεν σώζει αλλά σκοτώνει. Η ακραία αντιπαράθεση και το κλίμα πόλωσης δεν εγγυώνται πια την πολιτική επιβίωση του ενός ή του άλλου αλλά τον θάνατο όλων.

Είναι κάτι που το πολιτικό προσωπικό θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί χωρίς να γονατίσει το Χρηματιστήριο και χωρίς να εκτοξευθούν τα επιτόκια στα ύψη. Θα έπρεπε να είχε γίνει βίωμα τουλάχιστον από τις διπλές εκλογές του 2012, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έστελνε ζεστό χρήμα στις ελληνικές τράπεζες με ειδικές πτήσεις για να μην καταρρεύσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα δείχνει έτοιμο να επαναλάβει το ίδιο λάθος, μοιάζει πρόθυμο να προκαλέσει ακόμη μια τέλεια καταιγίδα, να παίξει ακόμη ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου. Στη φάση που η προοπτική μιας κάποιας οικονομικής σταθερότητας αρχίζει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, η πολιτική σταθερότητα παραμένει ακόμη ζητούμενο.

Το παιχνίδι παίζεται τώρα στο πεδίο των ευθυνών. Ποιος έχει δίκιο; Η Βούλτεψη που λέει ότι οι αγορές έγιναν άνω-κάτω από τη δήλωση του Τσίπρα στη Βουλή ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αναγνωρίσει καμία δέσμευση της σημερινής κυβέρνησης; Ή όσοι επικρίνουν τον Σαμαρά ότι βιάστηκε να διώξει το ΔΝΤ για να πάει με ένα ισχυρό χαρτί στην προεδρική εκλογή;

Μια απάντηση επιχείρησαν να δώσουν χθες διάφοροι παίκτες του διεθνούς περιβάλλοντος –από τον Κλάους Ρέγκλινγκ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που έδειξε προς τον Πρωθυπουργό έως τη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» που βλέπει το πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν σε αυτά προστεθεί και η Σύνοδος Κορυφής της Πέμπτης, τότε καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει για ακόμη μία φορά διεθνοποιηθεί –κάτι που δεν είναι απαραιτήτως για καλό. Από αυτή την άποψη, αυτή η ιδιότυπη δίκη που έχει στηθεί για τις ευθύνες δεν στερείται νοήματος. Με άλλα λόγια, δεν είναι μια δίκη που παραπέμπει στον Κάφκα. Είναι μια δίκη που μάλλον πρέπει να γίνει με την ελπίδα ότι θα αποφύγουμε ακριβώς αυτό: ένα καφκικό μέλλον.