Aπό τον Σεπτέμβριο του 2014 η αξιολόγηση της πορείας του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής πραγματοποιείται σε διαδοχικές φάσεις και, κατά τα φαινόμενα, δεν θα τελειώσει πριν από το τέλος του χρόνου. Από το 2010 μέχρι σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύονται όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στα συμφωνημένα προγράμματα προσαρμογής, δηλαδή στα «Μνημόνια») όσο το αν, πώς ή σε ποιό βαθμό μπορούν να εφαρμοστούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν. Συνεχίζουν, με περιορισμούς τώρα, τον ευκαιριακό παρεμβατισμό του παρελθόντος που δεν υπάκουε σε κάποιες αποσαφηνισμένες αρχές για το «σύνταγμα» της οικονομίας. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε και στους τελευταίους μήνες του 2014.

Βέβαια, υπήρξε πράγματι πρόοδος σε ορισμένους τομείς, ιδίως μετά το 2012. Ομως λίγες εβδομάδες πριν από την τελική αξιολόγηση της πολιτικής προσαρμογής επί τη βάσει του «Μνημονίου» (λέγε του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων) το τοπίο είναι θολό. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις έχουν συσσωρευθεί εκατοντάδες εκκρεμείς υποχρεώσεις της ελληνικής πλευράς.

Οσα βήματα έγιναν μέχρι σήμερα εμφανίζονται ως έξωθεν επιβαλλόμενα. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα, όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολουμένων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων, γίνονται μόνον υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών. Αυτή η κατάσταση έχει την εξήγησή της. Ουσιαστικά το πρόγραμμα προσαρμογής προβλέπει μέτρα που θίγουν ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και κοινωνικές ομάδες με περιχαρακωμένα συμφέροντα. Επομένως έχουν τεράστιο «πολιτικό κόστος». Οι σχετικές αντιδράσεις σε συνδυασμό με τις κακοτεχνίες στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του προγράμματος είχαν ως συνέπεια μια ασταθή στις «λεπτομέρειες» και εν μέρει αντιφατική δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική.

Συμπτωματικό της ρευστής κατάστασης είναι, επίσης, ότι δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον «Μνημόνιο» (που τελειώνει το 2014, μαζί με τη χρηματοδότηση από τους εταίρους στην ΕΕ και στο ΔΝΤ). Οσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις.

Στη συζήτηση παρ’ ημίν κυριαρχεί από πλευράς τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του «τέλους του Μνημονίου». Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι α) από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιους περιορισμούς, ενώ β) προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσης απαιτήσεων και γ) τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε έως τώρα ήταν λάθος. Ετσι, στο ιδεολογικό πεδίο φαίνεται ότι επικράτησε η ανεδαφική αντιμνημονιακή (λέγε αντιμεταρρυθμιστική) άποψη.

Ομως η ρητορική του «τέλους του Μνημονίου», όπως ασκείται, παραβλέπει το ευρωπαϊκό περιβάλλον και συνδέθηκε με αποφάσεις (προσφυγή στις «αγορές» για δανεισμό) που ήδη προκάλεσαν τεράστιο κόστος σε μια ήδη εξασθενημένη οικονομία και σκληρότερη εποπτεία από τις αγορές, που δεν είναι προβλέψιμες!

Αναμφίβολα πρέπει να υπάρξουν (και επιχειρούνται ήδη) σημαντικές διορθωτικές κινήσεις με βραχυπρόθεσμη οπτική (π.χ. στον ΕΝΦΙΑ). Αλλά το μείζον θέμα είναι η αύξηση, η αναδιάρθρωση με καινοτομία και η εξωστρέφεια της παραγωγής. Αυτό απαιτεί ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.

Στο ζήτημα της ανάπτυξης προβάλλονται διαφορετικές αντιλήψεις. Ετσι, από τη μια μεριά η έμφαση στον ρόλο των ιδιωτικών επενδύσεων τείνει να παραβλέψει τη σημασία καλών κανόνων του παιχνιδιού, καλής «διακυβέρνησης» και καλά επιλεγμένων κρατικών επενδύσεων σε υποδομές. Από την άλλη, η πεποίθηση ότι το κράτος είναι η λύση παραβλέπει τις ιστορικές εμπειρίες εδώ και αλλού. Κάθε κυβέρνηση, αναζητώντας την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε κράτος και αγορά, θα πρέπει να λάβει υπόψη, ανάμεσα σε άλλα, τις διεθνείς και τις ευρωπαϊκές εμπειρίες και τον μη αμφισβητούμενο πυρήνα της εξελισσόμενης συναίνεσης στην Ευρώπη.

Σε αυτά τα ζητήματα, κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν σημαντικά και έως τώρα ανεκμετάλλευτα περιθώρια για συγκλίσεις μεταξύ εκείνων που έχουν συγκροτημένη άποψη σε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση –ας πούμε για έναν συνασπισμό της λογικής.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών