Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν το μάντρα του φοβικού αντιευρωπαϊσμού, κάτι σαν εκλαϊκευμένη κοινωνικοοικονομική ανάλυση των αρνητικών επιπτώσεων που θα είχε η ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ: «Θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Το νόημα πίσω από αυτές τις πέντε λέξεις ήταν ότι η ελληνική οικονομία δεν είχε καμία τύχη σε μια κοινή αγορά όπου συμμετείχαν μερικές από τις πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου. Η ελληνική βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη μπροστά στις μεγάλες βιομηχανίες της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας. Τι μας απέμενε; Ο ήλιος και η θάλασσα. Και, ασφαλώς, η φέτα, η χωριάτικη και ο μουσακάς. Κάπως έτσι θα γινόμασταν τα φτωχά γκαρσόνια που δεν θέλαμε να γίνουμε, για να σερβίρουμε τους πλούσιους Ευρωπαίους. Με βάση το ένδοξο παρελθόν, όμως, αυτό που διαγραφόταν δεν ήταν παρά ένα ταπεινωτικό μέλλον.

Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και μία κρίση αργότερα, μπορεί να πει κανείς ότι, τουλάχιστον ως προς το οικονομικό σκέλος της, εκείνη η ανάλυση δεν στερούνταν βάσης. Ο τουρισμός εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας –εάν δεν είναι η λοκομοτίβα της, όπως ήταν μέχρι πρόσφατα η οικοδομή. Είναι ένα γεγονός, η δυναμική του οποίου ενισχύεται από την εκτίμηση ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα δύο Ελλάδες και κάτι. Είκοσι δύο εκατομμύρια τουρίστες είναι ένας αριθμός που σε βάζει στον παγκόσμιο χάρτη, ένας πλουτοπαραγωγικός όγκος που δίνει μια πολύτιμη ανάσα ζωής σε μια χειμαζόμενη οικονομία. Οχι μόνο επειδή κάνει τους ξενοδόχους πλούσιους ή την Ελλάδα να μοιάζει με Ελντοράντο για τους υποψήφιους επενδυτές. Αλλά κυρίως επειδή δημιουργεί θέσεις εργασίας σε μια χώρα που μετρά ένα εκατομμύριο ανέργους.

Αυτό σημαίνει ότι το μάντρα ήταν ακριβές και ως προς το κοινωνιολογικό του σκέλος; Γινόμαστε, πράγματι, τα γκαρσόνια της Ευρώπης; Η απάντηση θα είναι θετική εάν η τουριστική βιομηχανία συνεχίσει να ταυτίζεται με το συρτάκι του Ζορμπά και την ταβέρνα πάνω στο κύμα, δηλαδή με το φολκλόρ που λειτούργησε σαν κράχτης για τον μαζικό τουρισμό πριν από πενήντα χρόνια. Η πρόβλεψη θα διαψευσθεί εάν η τουριστική βιομηχανία αναπτυχθεί σε όλα τα δυνατά πεδία –από τον ιατρικό και τον θρησκευτικό τουρισμό έως τον κινηματογραφικό και τον αρχαιολογικό. Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Ασφαλώς όχι επειδή η δουλειά του σερβιτόρου είναι κακή. Αλλά επειδή η βεντάλια όπου μπορεί να ζήσει κανείς σήμερα τον μύθο του είναι πιο ανοικτή από ποτέ.