Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την επικράτεια της εθνολαϊκότητας (και των παραφυάδων της): το φάντασμα του Βασιλάκη Καΐλα που εκφράζεται με μέτρο, ρίμα ή και με μοντέρνο στίχο –με ποίηση.

Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ένας πολιτικός καταφεύγει στην ποιητική φόρμα, σε κάτι αφηρημένο και ψυχοπονιάρικο. Μήπως για να δείξει ότι εκτός από πολιτικός είναι και άνθρωπος; Από την εποχή που ο παλαιός πολιτικός του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Πέτσος στιχουργούσε: «Μάνα δεν έχει άλλο ψωμί, / φέρε το ψεσινό που απόμεινε τυρί» μέχρι τους σημερινούς επιγόνους του, αυτό που δεσπόζει είναι η άγνοια κινδύνου. Χαρά στο κουράγιο όσων τη διαθέτουν.

Βεβαίως, στον ελληνικό δημόσιο λόγο η ποίηση συχνά δραπετεύει από την καθαρή φόρμα της για να μετακομίσει σε άλλα είδη δημόσιου λόγου. Για πολλά χρόνια το ποιητικό ιδίωμα, σε μελό βερσιόν, ήταν η προέκταση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, γι’ αυτό το συναντούσαμε μόνο στα έντυπα του ΚΚΕ. Τα τελευταία χρόνια το ποιητικό μελό παρεισέφρησε στα έντυπα και στις ηλεκτρονικές εκδόσεις που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ –με αθάνατα κείμενα όπως το «Κάτι σε Λένιν» ή το πρόσφατο «Ο κύριος Στάλιν τρώγεται;».

Στο παρελθόν η ποιητική «πετριά» ήταν ενδημικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Πολύς κόσμος έκανε τρελές οικονομίες για να εκδώσει ιδίοις αναλώμασι τη συλλογή του. Αλλά η λυρική ποίηση πήρε διαπιστευτήρια και εγκυρότητα στην πολιτική τα μεταπολιτευτικά χρόνια. Τα δύο ιδιώματα μπορούσαν να συναντηθούν, επειδή και τα δύο ήταν σε γενικές γραμμές αφηρημένα και ως εκ τούτου δεν είχαν καμία δημόσια συνέπεια.

Παρ’ όλα αυτά, η ποίηση συνεχίζει να έχει διαπιστευτήρια εγκυρότητας για πολιτικούς. Τελευταία υπέκυψε στα θέλγητρά της η εκπεσούσα από την αντιπολιτευτική παράταξη του Δήμου Αθηναίων Ελένη Πορτάλιου. Στη συλλογή της «Ιχνη ζωής» (εκδ. Μικρή Αρκτος) υπάρχουν έξοχα δείγματα γραφής όπως το «Με λένε Ερνέστο», από το οποίο παραθέτω:

«Αχ Αργεντινή! μαύρη κατάμαυρη […] Από την κάννη των όπλων / βγαίνουν οι πιο τρομερές λέξεις. […] Αχ Αργεντινή! […] Ενα μικρό αγόρι / με το ψευδώνυμο Ερνέστο / ίδιο με το βαφτιστικό / του Τσε Γκεβάρα / έμεινε ολομόναχο στον κόσμο. […]».

Ο ποιητικός λυγμός με τον οποίο η χώρα έπεσε στα βράχια δεν γνωρίζει ιδεολογικά σύνορα.