Ορος πρώτος: Να διαπραγματευθούμε το χρέος ώστε να γίνει βιώσιμο. Ορος δεύτερος: Να χαλαρώσουμε την πολιτική του Μνημονίου. Ορος τρίτος: Να αντιμετωπίσουμε τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης.

Διαφωνεί κανείς με όλα αυτά; Ακούει κανείς σε αυτές τις απόψεις κάτι ακραίο; Κάτι περίεργο; Αντιθέτως. Και οι τρεις γραμμές είναι κάτι παραπάνω από οικείες. Είναι κοινοί τόποι που τους έχουμε σχεδόν αποστηθίσει διά της επαναλήψεως.

Ετσι περιέγραψε μόλις χθες τους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ ο Γιώργος Σταθάκης. Στη γενικότητά τους είναι αυτό που θα λέγαμε «εθνικοί στόχοι». Καμία πολιτική δύναμη –καμία τουλάχιστον από τις αψέκαστες –δεν αρνείται ότι χρειάζεται ρύθμιση που να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους. Καμία δεν υποστηρίζει τη διατήρηση του ίδιου μείγματος πολιτικής, εδώ ή στην Ευρώπη.

Οι θέσεις των κομμάτων χρειάζεται όμως να μεταφραστούν. Για να αντιληφθεί κανείς ότι δεν είναι αγεφύρωτες, ότι πατάνε σε κοινούς τόπους, χρειάζεται να τις περάσει από το φίλτρο της πραγματικότητας. Οταν, ας πούμε, η κυβέρνηση μιλάει για «τέλος του Μνημονίου» ο όρος δεν μπορεί παρά να σημαίνει μετεξέλιξη της σχέσης με τους δανειστές σε πλαίσιο ηπιότερου ελέγχου. Ή όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κηρύττει τη «διαγραφή του χρέους» δεν μπορεί παρά να εννοεί μια μορφή διευθέτησης ώστε ο ρυθμός εξυπηρέτησής του να μη στραγγαλίζει την οικονομία.

Γιατί όταν μιλάει ο Σταθάκης νομίζουμε ότι ακούμε άλλον ΣΥΡΙΖΑ; Οχι λόγω της επιστημονικής του κατάρτισης. Ούτε λόγω του ύφους του. Ο Σταθάκης μιλάει αλλιώς ίσως γιατί είχε την ευκαιρία να δει την εικόνα εξ αποστάσεως. Από την απόσταση του συνεδρίου της Merrill Lynch και της Bank of America στην Ουάσιγκτον. Ή από την απόσταση του γραφείου του Γεργκ Ασμουσεν στο Βερολίνο.

Μιλάς αλλιώς όταν τα όρια του κόσμου σου δεν ταυτίζονται με τα όρια του κόμματος –και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους συντρόφους του Σταθάκη.

«Δεν θα διαγράψουμε μονομερώς το χρέος» είπε χθες ο οικονομολόγος του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα επιλέξουμε, δηλαδή, την άτακτη χρεοκοπία που θα μας απομονώσει από τους εταίρους. Υπό κανονικές συνθήκες αυτή θα ήταν μια αχρείαστη δήλωση. Θα ήταν αχρείαστη σε μια χώρα που θα μπορούσε να διαφωνεί για τις διεξόδους, αλλά όχι για τα δεδομένα που ορίζουν το πρόβλημά της.

Εντάξει, δεν είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να περιμένει μια έστω αμυδρή σύγκλιση. Ξέρουμε πού ζούμε. Αυτό που θα περίμενε όμως από τις πολιτικές δυνάμεις είναι να μην αυτοκτονούν. Να μη δραπετεύουν από τα πραγματικά διακυβεύματα, εγκλωβιζόμενες σε φανταστικούς κουμπαράδες. Να μεταφραστούν σε γλώσσα Σταθάκη.