Το τελευταίο διάστημα ακούγεται πολύ συχνά το επιχείρημα ότι ο κατώτερος μισθός μπορεί να έχει οποιοδήποτε ύψος, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.

Για ένα οποιοδήποτε αγαθό ή υπηρεσία, ακόμη και οι υποψήφιοι πρωτοετείς των Οικονομικών γνωρίζουν ότι το ύψος της τιμής τους καθορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς, εφόσον αυτή λειτουργεί ομαλά και ελεύθερα. Ωστόσο, στην αγορά εργασίας τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, ένα λαχανικό σαν τα ραπανάκια. Οταν υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά στην αγορά, η τιμή για τα ραπανάκια μειώνεται, άρα και η προσφορά τους, προκαλώντας αύξηση της ζήτησης και τελικά την εκκαθάριση της αγοράς. Οσο πιο χαμηλά πέσει η τιμή τόσο πιο γρήγορα θα ανταποκριθεί η ζήτηση και θα αποκατασταθεί η ισορροπία. Για τον καταναλωτή δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να τη θεωρεί πολύ χαμηλή. Μια μηδενική τιμή θα ήταν ό,τι καλύτερο γι’ αυτόν. Αυτό ωστόσο δεν συμβαίνει όταν έχουμε υπερβάλλουσα προσφορά στην αγορά εργασίας, δηλαδή ανεργία, ακόμη και αν αυτή φθάνει στο πρωτοφανές για την Ελλάδα ποσοστό του 27%.

Για τον εργαζόμενο υπάρχει απαράδεκτα χαμηλή τιμή εργασίας, είναι αυτή που δεν του επιτρέπει να συντηρηθεί αυτός και η οικογένειά του. Επιπλέον, όταν ο μισθός είναι υπερβολικά χαμηλός λειτουργεί ως αντικίνητρο για εξεύρεση εργασίας.

Αλλά και για τον εργοδότη οι μισθοί πρέπει να είναι αρκετά υψηλοί όχι μόνο για να προσελκύσουν καλούς εργαζομένους αλλά και για να τους παρακινούν να εργαστούν αποδοτικά. Ο εργοδότης που αμείβει τους εργαζομένους τόσο λίγο ώστε να μην τους νοιάζει καθόλου να είναι αποδοτικοί, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έχει κέρδη. Η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν επιτυγχάνεται με ελάχιστους μισθούς αλλά με αρκετά υψηλότερους, ώστε ένας εργαζόμενος να είναι πρόθυμος να εργαστεί αποδοτικά και ο εργοδότης του να είναι σε θέση να αποσπάσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από την εργασία.

Από τη μικροοικονομική θεωρία ξέρουμε ότι ένας αρκετά υψηλότερος μισθός ελαχιστοποιεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας μεγιστοποιώντας το ποσοστό κέρδους.

Δεν υποτιμούμε καθόλου τις θετικές συνέπειες στην τόνωση της ζήτησης που θα επιφέρει ένας υψηλότερος ελάχιστος μισθός. Εκείνο που τονίζουμε εδώ είναι ότι είναι εξωφρενικά λανθασμένο να αντιμετωπίζεται η τιμή της εργασίας ωσάν να επρόκειτο για την τιμή ενός λαχανικού.

Γιατί αν τα δωρεάν λαχανικά είναι ευλογία για τους καταναλωτές (αν κάποιος τρίτος καλύπτει το κόστος παραγωγής), η τζάμπα εργασία δεν βλάπτει μόνο τον εργαζόμενο αλλά και τον εργοδότη του.

Με την εργασία γίνεται ό,τι και με τις παστίλιες της γνωστής διαφήμισης: εσύ την τρως -δηλαδή την καταναλώνεις στην παραγωγική διαδικασία -, ο άλλος ανακουφίζεται!

O Μιχάλης Ζουμπουλάκης είναι

καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας