«Δεν βοηθάει στο αδυνάτισμα ούτε στην αναζήτηση της αδελφής ψυχής, δεν βελτιώνει τη φυσική κατάσταση ούτε μειώνει τη χοληστερίνη, δεν προσφέρει κανένα υλικό κέρδος. Τότε ποια είναι τα οφέλη της «αργής ανάγνωσης»;». Το ερώτημα θέτει στη Ρεπούμπλικα ο Στέφανο Μπαρτετζάγκι, συγγραφέας και μεταφραστής αλλά και γιος του Πιέρο Μπαρτετζάγκι, διάσημου δημιουργού σταυρολέξων και άλλων πνευματικών παιχνιδιών, δηλαδή ενός ανθρώπου η δουλειά του οποίου ήταν να γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο των άλλων.

Ο υιός Μπαρτετζάγκι είναι 52 ετών και θυμάται καλά τον κόσμο του πατέρα του. Ηταν, γράφει στην ιταλική εφημερίδα, ένας κόσμος πολύ πιο βαρετός από τον σημερινό. Οι τηλεοπτικές εκπομπές άρχιζαν αργά το μεσημέρι και τελείωναν νωρίς το βράδυ. Σε ελάχιστα σπίτια υπήρχε τηλέφωνο και σε κανένα δεν υπήρχε κλιματισμός. Τι έκαναν, λοιπόν, οι άνθρωποι για να σκοτώνουν την ώρα τους τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού ή τα κρύα βράδια του χειμώνα; Ενδεχομένως κάποιοι από αυτούς έλυναν τα σταυρόλεξα και τους γρίφους που έφτιαχνε ο πατέρας Μπαρτετζάγκι. Αλλά οι περισσότεροι έβρισκαν καταφύγιο σε ένα «καλό βιβλίο».

Ο ελεύθερος χρόνος ήταν τότε άφθονος, το βιβλία πάντα καλά και η ανάγνωση συνυφασμένη με τη βραδύτητα. Χωρίς να έχουν διαβάσει απαραίτητα Νίτσε, οι αναγνώστες ακολουθούσαν την προτροπή που είχε δώσει ο γερμανός φιλόσοφος το 1887 στον πρόλογο της «Αυγής». Σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά, το slow reading επιστρέφει με τη μορφή αυτού που οι κοινωνιολόγοι ορίζουν ως τάση. Την ανακάλυψε η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ στο Σιάτλ και στη Βοστώνη, στη Μινεάπολη, στην Καλιφόρνια αλλά και τη Νέα Ζηλανδία. Το ζητούμενο είναι παντού το ίδιο, μια ανάγνωση αργή και χαλαρή. Στις λέσχες που έχουν δημιουργηθεί ο βασικός κανόνας είναι ένας: καθημερινό διάβασμα 30 με 45 λεπτά με την ίδια πειθαρχία που επιδεικνύει κανείς στο γυμναστήριο.

Το slow reading, λένε ειδικοί και θιασώτες, έχει οφέλη και ενδεχομένως είναι περισσότερα από αυτά που μπορεί να είχε φανταστεί ο Στέφανο Μπαρτετζάγκι όταν έθετε το προβοκατόρικο ερώτημά του. Η αργή ανάγνωση βελτιώνει το λεξιλόγιο, οξύνει την αντίληψη, χαρίζει απρόσμενη ευχαρίστηση και –κυρίως –μειώνει το στρες.

Αλήθεια, όμως, είναι απαραίτητη αυτή η ωφελιμιστική προσέγγιση για να πειστεί κανείς να διαβάσει ένα βιβλίο αργά και χαλαρά; Και τι πρέπει να κάνει όταν η πλοκή τον συνεπαίρνει τόσο ώστε να θέλει να ρουφήξει τη μια σελίδα μετά την άλλη; Το κίνημα, γράφει η αμερικανική εφημερίδα, δεν έχει αρχηγό ούτε γκουρού. Για την απόλαυση της ίδιας της ανάγνωσης θα ήταν ίσως καλύτερα να μην έχει ούτε αυστηρούς κανόνες.