Μπορεί τα μάτια όλου του κόσμου να είναι στραμμένα στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, αλλά η Σκωτία δεν είναι η μόνη που επιθυμεί να επαναπροσδιορίσει τα εθνικά της σύνορα. Υπάρχουν κινήματα ανεξαρτησίας σε πολλές άλλες περιοχές του κόσμου: 39 νέα κράτη έχουν μπει στον ΟΗΕ από το 1980, ενώ πολλοί είναι ακόμη που θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο και πιθανόν να ενθαρρυνθούν από ένα «ναι» των Σκωτσέζων.

Η εκστρατεία υπέρ της ανεξαρτησίας της Σκωτίας βασίζεται σε τρία σημεία. Το πρώτο είναι πολιτιστικό: να προστατευθεί και να ισχυροποιηθεί η ταυτότητα των Σκωτσέζων. Το δεύτερο είναι ιδεολογικό: να κινηθεί η Σκωτία προς μια κοινωνική δημοκρατία σκανδιναβικού τύπου. Το τρίτο, οικονομικό: να διεκδικηθεί μεγαλύτερο μερίδιο από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Βόρειας Θάλασσας.

Η πολιτική ηγεσία της Βρετανίας και πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ζητούν από τους Σκωτσέζους να ψηφίσουν κατά της ανεξαρτησίας. Αυτή, λένε, θα είχε λίγα οφέλη και θα δημιουργούσε πολλά οικονομικά προβλήματα –από πανικό στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μέχρι μεταφορά θέσεων εργασίας αλλού. Επιπλέον μια ανεξάρτητη Σκωτία μπορεί να εξαιρεθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ.

Πώς όμως πρέπει να αντιμετωπίσει ο υπόλοιπος κόσμος τη συζήτηση αυτή; Θα πρέπει να θεωρηθεί η εκστρατεία υπέρ της ανεξαρτησίας της Σκωτίας ως πρόοδος στην εδραίωση της πολιτιστικής ταυτότητας και της αυτοδιαχείρισης; Ή θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ακόμη πηγή αστάθειας και αδυναμίας στην Ευρώπη –που θα μπορούσε να αυξήσει την ανασφάλεια σε άλλες χώρες και μέρη του κόσμου;

Τα κινήματα απόσχισης μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αστάθεια. Ας αναλογιστούμε μόνο την αναταραχή που δημιουργήθηκε για το Κόσοβο, το Νότιο Σουδάν και την Κριμαία. Βέβαια η εθνική ανεξαρτησία μπορεί να αποκτηθεί με ειρηνικό και ήπιο τρόπο. Η διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας το 1993 στην Τσεχία και στη Σλοβακία –το διάσημο «βελούδινο διαζύγιο» –δεν επέφερε μεγάλα προβλήματα σε καμία από τις χώρες που δημιουργήθηκαν. Και οι δύο δέχθηκαν τη διαίρεση και –γνωρίζοντας ότι το μέλλον τους βρίσκεται μέσα στους κόλπους της ΕΕ –επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην ένταξή τους σε αυτήν.

Η Αγγλία, η Ουαλία και η Βόρεια Ιρλανδία θα μπορούσαν να διαπραγματευθούν αποτελεσματικά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τους όρους της ανεξαρτησίας της Σκωτίας, συμφωνώντας για θέματα δημόσιου χρέους και κρατικής περιουσίας –περιλαμβανομένου και του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Επίσης η ΕΕ θα μπορούσε να συμφωνήσει άμεσα ώστε η Σκωτία να συνεχίσει να αποτελεί μέλος της. Ακόμη όλες οι πλευρές θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να κρατήσει προσωρινά η Σκωτία τη βρετανική στερλίνα μέχρι να αποκτήσει το δικό της νόμισμα ή να μπει στην ευρωζώνη.

Ομως εάν η υπόλοιπη Βρετανία και το ΝΑΤΟ θελήσουν να δώσουν ένα μάθημα στη Σκωτία και σε άλλους (όπως η Καταλωνία), τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ άσχημα και να υπάρξει τεράστιο οικονομικό κόστος. Μπορεί, π.χ., να επικρατήσει πανικός στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η διεθνής πολιτική τον 21ο αιώνα δεν μπορεί να αφορά πια μεμονωμένες χώρες-κράτη. Πολλά ζητήματα-κλειδιά ζωτικής σημασίας για την εθνική ευημερία –το εμπόριο, τα οικονομικά, το κράτος δικαίου, η ασφάλεια –εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία αποτελεσματικών περιφερειακών και παγκόσμιων ιδρυμάτων. Ακόμη και εάν η Σκωτία κηρύξει την ανεξαρτησία της θα υπόκειται –και θα πρέπει να υπόκειται –σε έναν σύνθετο και πυκνό ιστό ευρωπαϊκών και παγκόσμιων κανονισμών και ευθυνών.

Προσωπικά βλέπω με συμπάθεια την ανεξαρτησία της Σκωτίας ως έναν τρόπο να ενισχυθεί η σκωτσέζικη δημοκρατία και η πολιτιστική ταυτότητά της. Υποστηρίζω όμως την ανεξαρτησία μόνο με την προϋπόθεση ότι η Σκωτία θα παραμείνει μέλος μιας ισχυρής και αποτελεσματικής Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ.

Είναι βέβαιο ότι ένα «ναι» θα κάνει ακόμη πιο σημαντική την αποτελεσματική διακυβέρνηση της ΕΕ. Ομως εάν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ «τιμωρήσουν» μια ανεξάρτητη Σκωτία εξαιρώντας την από τους κόλπους τους μπορεί να υπάρξει πραγματική καταστροφή, όχι μόνο για τη Σκωτία και τη Βρετανία, αλλά και για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και ασφάλεια.

Ο καθηγητής Τζέφρι Ντ. Σακς είναι διευθυντής του Ινστιτούτου της Γης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια