Πέραν των (τηλεοπτικώς αναμηρυκαζομένων) ευθυνολογικών αφορισμών, το καθ’ αυτό «εθνικό ζητούμενο» σήμερα μονοδρομείται: Αφενός στην ανακοπή της χρεωκοπικής κατιούσας. Και αφετέρου στην ενεργοποίηση δυναμικών υπερβάσεως των διαβρωτικών αδιεξόδων που αποδομούν δυνατότητες και υποθηκεύουν προοπτικές. Απομειώνοντας ουσιαστικά την εθνική κυριαρχία. Ή τουλάχιστον θέτοντας υπό αίρεση κρίσιμες παραμέτρους της. Μπορεί λοιπόν η επιτομή του ελληνικού προβλήματος να είναι το οικονομικό, με τις βάναυσες υποτροπές του. Αλλά ο πυρήνας του είναι σαφώς πολιτικός. Απλώς το ένα τροφοδοτεί και παροξύνει το άλλο. Το μεν οικονομικό δημιουργεί καταλυτικές παρενέργειες με διαγκωνισμούς που ακατασχέτως αποδομούν. Ενώ τα διχαστικά σύνδρομα που κατά συνέπεια αναπαράγονται αποφράσσουν διεξόδους και ακυρώνουν ευκταίες ανατάξεις.

Να το θέσουμε πιο απλά και κυρίως με στυγνότερη αμεσότητα: Εκείνο που οπουδήποτε αλλού θα εθεωρείτο και αναγκαίο και φυσικό, προκειμένου ν’ αντιμετωπισθούν αδυσώπητες συνθήκες πτωχευτικής καταρρεύσεως (διακομματικές δηλαδή συγκλίσεις στη βάση μείζονος πολιτικού συμβιβασμού), εδώ προαποκλείεται! Θεωρείται τουλάχιστον αδιανόητο. Κι εκτός εμβελείας. Αναγόμενο σε πολιτική ουτοπία. Κι αυτό αποβαίνει σ’ αυτή την αδυσώπητη συγκυρία το χαρακτηριστικότερο δεδομένο της εθνικής παθογένειας. Συνδράμοντας αναπαραγωγή εξουθενωτικότερων δυναμικών και για την Πολιτεία και για τους πολίτες. Που τελικά πληρώνουν το μάρμαρο.

Οταν βεβαίως ψηλαφηθούν λεπτομέρειες των δρωμένων και κυρίως απόπειρες ευθυνολογικών αναζητήσεων και προσδιορισμών, τότε τα συμπεράσματα είναι άλλα. Και ο καθείς αυτοαπομονώνεται (και παθολογικώς νομίζει ότι αυτοεπιβεβαιώνεται) ως προς το γιατί και το πώς. Γιατί δηλαδή και τι οδήγησε το ένα τρίτο σχεδόν του ενεργού παραγωγικού δυναμικού στην ανεργία. Και πώς ολοένα και περισσότεροι ανακαλύπτουν εαυτούς επί κινουμένης άμμου. Με προδιαγεγραμμένη κατάληξη, εάν δεν υπάρξουν σωστικές παρεμβάσεις. Οι οποίες όμως από πού θα υπάρξουν; Και γιατί;

Οπόταν και οι ελπίδες εκ των πραγμάτων συρρικνώνονται, ενώ ανατείνουν έωλοι δείκτες απελπισίας. Ή τουλάχιστον αμηχανίας ως προς το τι έπεται. Γιατί ουδείς άλλος μπορεί τελικά να περισώσει εκείνους που αδυνατούν να σωθούν.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Πέραν και πάνω από τους ημερήσιους πολιτικούς αλληλολιθοβολισμούς. Και πέραν και πάνω από τις ανερμάτιστες αψιμαχίες και πολυβολισμούς των τηλεοπτικών παραθύρων. Αυτά δεν προσφέρουν λύσεις. Απλώς επιδεινώνουν τη σύγχυση και –προπαντός –επιτείνουν τα προφανή αδιέξοδα. Οχι μόνο του πολιτικού συστήματος, αλλά κυρίως των πολιτών. Που είναι τελικά και τα εν πολλοίς ασπαίροντα σφάγια της ανθρωπιστικής καταστροφής. Η οποία ψηλαφείται ως ανοικτό κι ευρυνόμενο τραύμα στον εθνικό κορμό.

Υπό αυτές ακριβώς τις συνθήκες και με τις εθνικές αντιστάσεις ν’ αποδυναμώνονται, δημιουργώντας προοπτικές ανοχύρωτης χώρας, οι ευθύνες όλων εκείνων των δυνάμεων που συνιστούν την ελληνική πολιτική πανίδα περνούν μονοδρομικά μέσα από την επείγουσα πλέον αναγκαιότητα εσωτερικών συγκλίσεων. Οι οποίες κι ενώ σήμερα εμφανίζονται ανέφικτες (κι αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα) συνιστούν υπό τις περιστάσεις το μοναδικό ζητούμενο. Καθώς: Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, κανένα κόμμα μόνο του δεν έχει τη δυνατότητα να τη σώσει. Και κανένας ηγέτης δεν θ’ αποβεί από μόνος του σωτήρας, χωρίς τη συνδρομή των άλλων. Ούτε ο Σαμαράς με όσα επαγγέλλεται ή πράττει. Ούτε ο Τσίπρας με όσα υπόσχεται ή επί χάρτου σχεδιάζει. Οχι γιατί λείπουν από τον ένα ή τον άλλον οι καλές προθέσεις και προπάντων ο πατριωτισμός. Οχι. Αλλά γιατί δεν υπάρχουν τόσο ισχυροί κομματικοί ώμοι και τόσο ανθεκτικές παραταξιακές δυνατότητες που από μόνες τους να κρατήσουν τη χώρα όρθια.

Εάν αυτή ακριβώς η αναγκαιότητα, όπως την προσδιορίζουν με οδυνηρή στυγνότητα οι κακοήθεις αποφύσεις της χρεωκοπικής νεοπλασίας, α) δεν συνειδητοποιηθεί εδώ και τώρα και β) δεν οδηγήσει σε ανάλογες αποφάσεις πολιτικής γενναιότητος, τότε μάλλον ελάχιστες (έως και καθόλου) ελπίδες μπορεί να υπάρχουν. Οι οποίες και ήδη καταλήγουν στα κοινωνικά συσσίτια μαζί με τις φάλαγγες των νεοπτώχων που η κρίση έχει δημιουργήσει. Ως μια νέα τραυματική πραγματικότητα της «επί ασπαλάθων» ελληνικής καθημερινότητος.

Ο Α. Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής