Από την εποχή που έκλεισε η ΕΡΤ, τα πρωινά της Κυριακής είναι για όλους μας πιο φτωχά. Γιατί; Διότι χάσαμε την πιο καλτ τηλεοπτική εκπομπή, τη λειτουργία από τη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης (ή, συχνά, από την Παναγία Δεξιά) που μετέδιδε η ΕΤ3, ένα θρησκευτικό σόου που πάντα κατέληγε στο κήρυγμα του παναγιότατου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος για πιστούς οπαδούς του, όπως ο γράφων, είναι πάντα ο παππούλης Ανθιμος. Ηταν ένα κήρυγμα που στην αρχή ξεκινούσε ως θεολογικό σχόλιο στο ευαγγέλιο, για να μετατραπεί σε ηθικοπολιτική ανασκόπηση της εβδομάδας που, εννιά στις δέκα, κατέληγε στο Μακεδονικό.

Γιατί μπορούσε να απολαύσει εκείνο το σόου και κάποιος που δεν έχει σχέση με τις ιδέες μιας θρησκευόμενης Δεξιάς; Ο βασικότερος λόγος ήταν αισθητικός: η βυζαντινή μεγαλοπρέπεια αποδιδόταν με αισθητική Τζέιμς Πάρις. Για κάποιους σαν τους ανθρώπους της γενιάς μου, οι δήθεν πατριωτικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις (το ελληνικό γουέστερν σπαγκέτι), χάρη στις γκροτέσκ εξαπλουστεύσεις τους και στο κιτς, ήταν η εισαγωγή στο χιούμορ. Υπήρχε και δεύτερος λόγος: προσωπικώς, πάντα με έθελγε η προσπάθεια του Παναγιότατου να συνδυάσει τη δογματική της ορθοδοξίας με την πολιτική παρέμβαση –ήταν μια πρόκληση στη λογική.

Αν και χάσαμε την ΕΤ3, πάντως, ευτυχώς υπάρχει το ΑΠΕ/ΜΠΕ. Χάρη σε ειδησάριο του οποίου μάθαμε πως ο παππούλης Ανθιμος συνεχίζει τα ωραία κηρύγματά του. Κι ότι, την περασμένη Κυριακή, υιοθέτησε απόψεις ορισμένων λογίων της λαϊκής εθνικοφροσύνης για το ανασκαπτόμενο ταφικό σύμπλεγμα της Αμφίπολης προκειμένου να κατακεραυνώσει… την καύση των νεκρών:

«Γιατί τόση λαχτάρα για τον Μ. Αλέξανδρο; Θέλουμε να βρούμε τα οστά του και να τα τιμήσουμε, να μας είναι παρακαταθήκη πνευματική και εθνική στην πατρίδα μας και στον τόπο μας. Και λέω στον κ. Μπουτάρη. Αν έκαιγαν τότε τους νεκρούς όπως ζητάς εσύ να τους καίμε, και θέλεις να μας κάψεις με τα μηχανήματα που θέλετε να φέρετε στη Θεσσαλονίκη, τι θα είχαμε να βρούμε; Ούτε στάχτη δεν θα υπήρχε».

Αν εξαιρέσουμε το ότι τα χρόνια εκείνα τους νεκρούς τούς έκαιγαν (απλώς, έθαβαν στη συνέχεια τα υπολείμματα της καύσης), έχει ενδιαφέρον η θέση ότι τα οστά οποιουδήποτε είναι εθνική παρακαταθήκη. Στο μυαλό του καλού μας ιεράρχη, το έθνος είναι κάτι σαν οστεοφυλάκιο γεμάτο ευκλεή σκηνώματα.

Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι αντιλαμβάνονται το έθνος και αρκετοί πολιτικοί, που στο κάτω κάτω δεν διαθέτουν ούτε τη θεολογική σκευή του παππούλη Ανθιμου ούτε τη φαντασία του, που του επιτρέπει να επινοεί επιχειρήματα για θέματα με ιδεολογικοπολιτική διάσταση, τα οποία θα πείσουν πολλούς –όχι απαραίτητα μόνο ανάμεσα σε όσους πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν.