Μοιάζει εξαρχής καταδικασμένη η Αμφίπολη από μια διαφορετική θεωρία των δύο άκρων. Στη μία πλευρά στέκουν αγέρωχοι όσοι υποψιάζονται τον λάβρο εθνικισμό κάτω από τις πέτρες. Οποια κι αν σηκώσεις –κυριολεκτικά και μεταφορικά -, οι φιλιππικοί της αρχαιοπληξίας είναι γραμμένοι από καιρό. Ερώτημα: έπαψε η αρχαιολογία να είναι επιστήμη και κατέπεσε στο αμάρτημα του ιδεολογήματος;

Στην άλλη πλευρά, οι κυνηγοί του ιερού δισκοπότηρου οραματίζονται το σημείο μηδέν της εθνικής ανάτασης. Ο πληθωρισμός των ημερών επιβάλλει εικασίες επί εικασιών, επιστολές και αλληλοαναιρέσεις. Μια μαρμαροθετημένη αυτοπεποίθηση με αρχαία δανεικά. Φαντάζεται κανείς τη μεγάλη πικρία όσων ξεροσταλιάζουν για μια αράδα ανακοίνωσης στην περίπτωση που ακουστεί το όνομα «Λαομέδων». Ερώτημα: τα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν ή δεν έχουν τη δική τους αξία, πέρα από προσδοκίες ή σκοπιμότητες;

Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Ο Πέτρος Θέμελης εργάζεται σιωπηλά στην αρχαία Μεσσήνη από το 1986 έως σήμερα εφαρμόζοντας ένα συντεταγμένο κούρεμα στη διαφήμιση των ευρημάτων του. Με αυτόν τον τρόπο έχει φέρει στο φως μια πολιτεία, την ώρα που άλλοι αρχαιολογικοί χώροι στιγματίζονται από κόπωση και στασιμότητα. Το παράδειγμά του δείχνει κάτι απλό: ότι η δημόσια σφαίρα θέτει προτεραιότητες (και) στη διαχείριση της πολιτιστικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, εξαρτάται τι επιθυμούμε: μία Αμφίπολη ταχύτατων εντυπώσεων ή μια Μεσσήνη βραδυφλεγών αποτελεσμάτων;