Τον Αύγουστο του 1974, πολλοί ήταν εκείνοι οι προδικτατορικοί βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου που έσπευσαν στο Καστρί για να προσφέρουν την ηγεσία του κόμματος στον Ανδρέα Παπανδρέου – θεωρώντας τον ως τη φυσική συνέχεια του Γέρου της Δημοκρατίας.

Αρνούμενος την προσφορά – και προχωρώντας στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ την 3η Σεπτέμβρη του ‘74 – ο Ανδρέας Παπανδρέου έκοψε τις γέφυρες με την προδικτατορική πολιτική σκηνή. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωνε την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, αρνούμενος με τη σειρά του την αναβίωση της ΕΡΕ.

Ο αστικός πολιτικός κόσμος απαλλάχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Μαυρογιαλούρους κομματάρχες της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60, ενώ η χώρα απέκτησε πολιτική σταθερότητα.

Σαράντα χρόνια μετά, τα δύο κόμματα εξακολουθούν να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της χώρας, η οποία συνεχίζει να ζει σε ιστορικά πρωτόγνωρες συνθήκες αδιατάρακτης δημοκρατίας.

Ο – κατά πολλούς επάρατος – δικομματισμός άλλαξε την Ελλάδα και την κατέταξε στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου.

Ωστόσο τίποτε δεν έχει παγιωθεί: η οικονομική κρίση που οδήγησε στην πολιτική των Μνημονίων αλλάζει δραματικά τον πολιτικό χάρτη. Τα πολιτικά στελέχη της Μεταπολίτευσης, που είχαν συνηθίσει να μετέχουν σε μία διανεμητική διαδικασία, αναγκάστηκαν για πρώτη φορά να ψηφίζουν οδυνηρές περικοπές, ενώ και η ανεργία έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.

Τα αποτελέσματα είναι εμφανή: η απαξίωση της πολιτικής μπορεί να συγκριθεί μόνο με προδικτατορικές περιόδους, ενώ οι νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής αναδεικνύονται σταθερά σε τρίτη πολιτική δύναμη.

Το στοίχημα για τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ – αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία ενός δικομματισμού νέου τύπου – είναι μεγάλο: το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης προϋποθέτει μία μίνιμουμ πολιτική συνεννόηση κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία είχε επιτευχθεί τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης – αλλά τώρα απουσιάζει.