Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν μπορεί να απολαμβάνει αυτή τη στιγμή τη στήριξη του 80% των Ρώσων για την πολιτική του στην Ουκρανία, αλλά πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι προχώρησε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε.

Ας αφήσουμε στην άκρη το ηθικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο του ουκρανικού προβλήματος. Οι Ρώσοι ενδέχεται να έχουν δίκιο όταν λένε ότι η Δύση εκμεταλλεύτηκε τη μετακομμουνιστική αδυναμία της χώρας τους για να παρέμβει στον ιστορικό της χώρο. Το Δόγμα Μονρόε είναι ασυμβίβαστο με τη σύγχρονη διεθνή νομοθεσία. Το ίδιο θα έκανε όμως και η Ρωσία στη θέση της Αμερικής αν είχε την ίδια δύναμη.

Ορθώς επίσης πιστεύει ο Πούτιν ότι ένας πολυπολικός κόσμος είναι καλύτερος από έναν μονοπολικό κόσμο. Καμιά χώρα ή συμμαχία χωρών δεν πρέπει να κυριαρχεί στον κόσμο. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι η Ρωσία και άλλες χώρες έχουν αρχίσει να οικοδομούν θεσμικές δομές προς αυτή την κατεύθυνση, όπως είναι η Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης και η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα.

Η Ρωσία δεν μπορεί όμως να προκαλέσει τη Δύση περισσότερο, τουλάχιστον με τον τρόπο που το κάνει στην Ουκρανία. Το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι γύρω στα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια και ο πληθυσμός της (143 εκατομμύρια) μειώνεται ταχύτατα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ έχουν ένα συνολικό ΑΕΠ της τάξης των 34 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και έναν συνολικό πληθυσμό 822 εκατομμυρίων ανθρώπων, με τον πληθυσμό των ΗΠΑ να αυξάνεται ταχέως. Αυτό σημαίνει ότι η Δύση μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στη Ρωσία απ’ ό,τι η Ρωσία στη Δύση.

Ακόμη και στην ακμή της, η Σοβιετική Ενωση ήταν μια υπερδύναμη με ημερομηνία λήξης. Με μια οικονομία που το μέγεθός της ήταν το ένα τέταρτο του αμερικανικού, διατηρούσε μια στρατιωτική ισοδυναμία δαπανώντας για την άμυνά της ποσά πολλές φορές μεγαλύτερα από το εθνικό της εισόδημα. Αυτό είχε συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών της.

Σήμερα, η ισορροπία δυνάμεων είναι ακόμη πιο δυσμενής για τη Μόσχα. Η ρωσική οικονομία είναι πιο αδύναμη και ο οπλισμός της απαρχαιωμένος. Η Ρωσία έχει βέβαια πυρηνικά όπλα, είναι όμως αδιανόητη η σκέψη ότι θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να προωθήσει τους στόχους της στην Ουκρανία.

Ο Πούτιν διαπιστώνει ότι δεν μπορεί ούτε να κρατήσει τα λάφυρά του –την Κριμαία και τον έλεγχο των ανατολικών περιοχών –ούτε να κάνει πίσω. Και επειδή θα συνεχίσει να στηρίζει τους αυτονομιστές και να αρνείται να επιστρέψει την Κριμαία, η Δύση θα επιβάλει μοιραία περισσότερες κυρώσεις που θα προκαλέσουν σοβαρές ελλείψεις, πτώση του βιοτικού επιπέδου και μεγάλα προβλήματα για τη ρωσική αστική τάξη.

Μπορεί κανείς να σκεφτεί βέβαια πιθανούς συμβιβασμούς: εγγυήσεις για την ουδετερότητα της Ουκρανίας, μεγαλύτερη περιφερειακή αυτονομία στο εσωτερικό μιας ομόσπονδης Ουκρανίας, μια προσωρινή διεθνή διοίκηση στην Κριμαία που θα οργανώσει ένα δημοψήφισμα για το μέλλον της κ.λπ. Το ερώτημα δεν είναι τι από αυτά θα δεχθεί ο Πούτιν, αλλά τι θα του προταθεί. Η Δύση δεν του έχει πλέον εμπιστοσύνη. Θα επιδιώξει λοιπόν να συμβιβαστεί μαζί του;

Οι ηγέτες που οι περιπέτειές τους στο εξωτερικό καταλήγουν σε ήττα δεν επιβιώνουν για μεγάλο διάστημα. Η ισχύς του Πούτιν θα αρχίσει να μειώνεται –στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει ήδη. Οι πιέσεις για να αποχωρήσει από την εξουσία θα ενταθούν. Η εποχή του Πούτιν ίσως να τελειώσει νωρίτερα απ’ ό,τι νομίζουμε.

O Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick και συγγραφέας μιας τρίτομης βιογραφίας του Τζον Μέιναρντ Κέινς.