Ο γαλλικός ιστότοπος Rue89 έστησε χθες ένα παιχνίδι. Κάλεσε τους αναγνώστες να φανταστούν ότι κατοικοεδρεύουν στο Ελιζέ και τους έφερε αντιμέτωπους με 11 δηλώσεις «εκτός γραμμής» που έχουν κάνει κατά καιρούς υπουργοί του Μιτεράν, του Σιράκ, του Σαρκοζί και του Ολάντ. Πώς θα αντιδρούσαν; Θα κρατούσαν τον αντάρτη στην κυβέρνηση αποδεχόμενοι τον πλουραλισμό αλλά κινδυνεύοντας να κατηγορηθούν για πολιτική δειλία, ή θα τον απέπεμπαν για να διαφυλάξουν την κυβερνητική ομοιομορφία, με κίνδυνο όμως να κατηγορηθούν για αυταρχισμό;

Δεν είχα καμιά αμφιβολία: όπως αποδείχθηκε από το τεστ, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα θεωρούσα την έκφραση διαφορετικής άποψης ευπρόσδεκτη και υγιή και θα κρατούσα τον υπουργό στη θέση του. Η ετυμηγορία της ιστοσελίδας είναι, έτσι, ότι θα ήμουν ένας υπερβολικά ευγενής πρόεδρος. Ή υπερβολικά υποχωρητικός. Ακατάλληλος, σε κάθε περίπτωση.

Η αλήθεια είναι ότι από τα φοιτητικά μου ακόμη χρόνια έτρεφα μια απέχθεια για τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Αυτή η πρακτική αρμόζει σε μια επαναστατική κατάσταση, δεν έχει θέση σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός καθορίζεται από το περιεχόμενο της ταξικής πάλης και από τον ρόλο του κόμματος ως πρωτοπορίας» έγραφε ο «Ριζοσπάστης» τον Αύγουστο του 2000. Αν δεν πιστεύεις λοιπόν ούτε στην ταξική πάλη (προτιμάς τη διαταξική συνεργασία) ούτε στον ρόλο του κόμματος ως πρωτοπορίας (προτιμάς τις κυβερνήσεις συνεργασίας), δεν πιστεύεις και στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Προτιμάς τον ανοιχτό διάλογο, την εποικοδομητική ανάλυση και τη σύνθεση των διαφορετικών απόψεων.

Ολα βέβαια έχουν ένα όριο. Αν ο Α πιστεύει ότι κάτι είναι άσπρο και ο Β ότι είναι μαύρο, προφανώς δεν μπορούν να συνεργαστούν. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορώ να καταλάβω τα σενάρια κυβερνητικής συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Ελληνες (που πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν) ή με το ΚΚΕ (που πιστεύει στη δικτατορία του προλεταριάτου και θέλει να φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ενωση). Μπορώ, αντίθετα, να φανταστώ έναν Μεγάλο Συνασπισμό ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία, στο όνομα κοινών αξιών και με αμοιβαίες φυσικά υποχωρήσεις.

Το πέρασε αυτό το όριο ο κύριος Μοντμπούρ; Ο γάλλος πρωθυπουργός θεώρησε πως ναι (εκείνος προτίμησε να μιλήσει για «κίτρινη γραμμή») και εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να απαλλαγεί από όσους βγαίνουν πότε πότε από το μαντρί (εκείνοι προτίμησαν να δηλώσουν ότι «έχουν δικαίωμα να παραμείνουν αριστεροί»). Ενας αρθρογράφος της «Μοντ», πάλι, επισήμανε χθες ότι ο αποπεμφθείς υπουργός Οικονομικών κακώς αποκαλείται επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος γιατί με τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης συμφωνεί. Ουδέποτε αμφισβήτησε, για παράδειγμα, την ανάγκη να στηριχθούν οι επιχειρήσεις ή να μειωθούν τα ελλείμματα. Είπε απλώς ότι δεν πρέπει η μείωση αυτή να γίνει απότομα. Και ότι πρέπει να στηριχθούν τα νοικοκυριά.

Φαίνεται όμως ότι αφού δεν μπορεί να γίνει Ντε Γκολ, ο Ολάντ αποφάσισε να γίνει Λένιν.