Σχεδόν 13 χρόνια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, μια οργάνωση τζιχαντιστών με αντιδυτική ιδεολογία που τάσσεται υπέρ των δολοφονιών ελέγχει περιοχές του Ιράκ και της Συρίας, χωρών οι οποίες βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ από ό,τι το Αφγανιστάν. Η οργάνωση αυτή έχει σημαντικό αριθμό πόρων και στρατοπέδων, ενώ ελέγχει ακόμη και μια συριακή στρατιωτική βάση. Κάνει προπαγάνδα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ έχει προβληματίσει τη Δύση μετά τον αποκεφαλισμό του αμερικανού δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ που μαγνητοσκόπησε και αναμετέδωσε –και έχει υποσχεθεί ότι θα προχωρήσει και σε άλλες δολοφονίες.

Τι πήγε στραβά; Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν έκαναν πόλεμο για να χτυπήσουν τα στρατόπεδα της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν για να φτάσουν να αντιμετωπίσουν –αφού χύθηκε τόσο πολύ αίμα και δαπανήθηκαν τόσο πολλά χρήματα –μια άλλη τρομοκρατική απειλή με παρόμοια ιδεολογία. Φαίνεται ότι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» παρήγαγε μια διαφοροποιημένη μορφή τρόμου.

Περισσότεροι από 500 –και ίσως έως 800 –βρετανοί μουσουλμάνοι έχουν κατευθυνθεί στη Συρία και στο Ιράκ για να μπουν στις τάξεις των τζιχαντιστών. Στη Γαλλία ο αριθμός αυτός φτάνει τους 900. Δύο έφηβα κορίτσια ηλικίας 15 και 17 ετών συνελήφθησαν την προηγούμενη εβδομάδα στο Παρίσι με τις κατηγορίες της συνωμοσίας υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης. Η ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) συνεχίζει να εξαπλώνεται, παρά τις προσπάθειες για διάλογο μεταξύ θρησκειών και της καταπολέμησης του φανατισμού μέσω των εκπροσώπων του μετριοπαθούς Ισλάμ.

«Τη μια στιγμή προσπαθείς να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου και την επόμενη περιφέρεσαι στη Συρία με ένα πολυβόλο» λέει ο Γκαφάρ Χουσεΐν, γενικός διευθυντής του βρετανικού Ιδρύματος Quilliam που συμμετέχει στις προσπάθειες καταπολέμησης του θρησκευτικού φανατισμού. «Πολλοί νεαροί βρετανοί μουσουλμάνοι έχουν μπερδεμένη ταυτότητα. Οι τζιχαντιστές τούς προσφέρουν μια απλουστευμένη εκδοχή των συγκρούσεων ως μάχη του καλού ενάντια στο κακό. Τους προσφέρουν συντροφικότητα και βεβαιότητα. Το ISIS τους κάνει να νιώθουν ότι λαμβάνουν μέρος στη μεγάλη μάχη».

Μεγάλο μέρος της αποτυχίας της Δύσης έγκειται στο ότι δεν έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει τις «σειρήνες» του ισλαμισμού. Στον αραβικό κόσμο, η κεντρική ελπίδα της Αραβικής Ανοιξης ότι οι κοινωνίες θα γίνονταν πιο ανοικτές και αντιπροσωπευτικές καταπολεμώντας τον φανατισμό έχει χαθεί.

Ο πρόεδρος Ομπάμα έκανε πέρα την έκφραση «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» για να πάρει αποστάσεις από τις πολιτικές του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου. Στην πραγματικότητα όμως επέλεξε να συνεχίσει τον αγώνα με άλλα μέσα. Αύξησε τις επιθέσεις από μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Κατάφερε το 2011 να σκοτώσει τον Οσάμα μπιν Λάντεν.

Φάνηκε τότε ότι η αυλαία, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001, έπεσε. Αλλά, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Μπιν Λάντεν, το ISIS κατέλαβε τη Μοσούλη στο Ιράκ και ο κόσμος είδε τον πόλεμο στη Συρία να «παράγει» ένα νέο κύμα φανατικών. Νέοι θέλουν να σφάξουν άπιστους και σιίτες μουσουλμάνους, ελπίζοντας ότι θα δημιουργήσουν ξανά το ισλαμικό χαλιφάτο με τον νόμο της σαρίας. Οταν ο κουκουλοφόρος του ISIS με τη βρετανική προφορά αποκεφάλισε τον Φόλεϊ, η νέα απειλή χτύπησε καμπανάκι.

Η λίστα των αμερικανικών λαθών είναι μεγάλη. Ο πόλεμος του Μπους στο Ιράκ. Η αποτυχία να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι δύο σύμμαχοι, η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, έχουν αποτελέσει βασική πηγή εξτρεμισμού από σουνίτες. Η αδυναμία να χρησιμοποιηθεί η Αίγυπτος ως παράδειγμα ότι οι αραβικές κοινωνίες μπορούν να εξελιχθούν εγκαταλείποντας, μαζί με τη δικτατορία, και τον εξτρεμισμό. Η αναποφασιστικότητα του Ομπάμα για τη Συρία, αν και τρία χρόνια έλεγε πως ήταν καιρός να φύγει ο Ασαντ. Η έλλειψη αποφασιστικότητας στη Συρία, όπου ο Ομπάμα έβαλε κόκκινη γραμμή για τη χρήση χημικών όπλων και δεν χρησιμοποίησε στρατιωτική δύναμη όταν τα όπλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν. Η ανικανότητα να διαπιστώσει ότι οι τζιχαντιστές επωφελούνται από το κενό εξουσίας στις αραβικές χώρες. Η έλλειψη προσοχής στο να αποφευχθεί η σύγκρουση μεταξύ φανατικών σε μια ιρακινή κοινωνία που αφέθηκε στην τύχη της μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων.

Το ISIS ενισχύθηκε λόγω αμερικανικών αδυναμιών. Αλλά η μεγαλύτερη ήττα των ΗΠΑ και της Δύσης ήταν ιδεολογική. Οπως είπε ο Χουσεΐν, «εάν δεν έχεις συγκροτημένη στρατηγική για να υπονομεύσεις τον λόγο τους, τις ιδέες τους και την κοσμοθεωρία τους, δεν πρόκειται να πετύχεις. Ολοι στην κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση».

Ο Ρότζερ Κοέν είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας