Το φετινό δημοψήφισμα για την παραμονή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, το (ενδεχόμενο) μελλοντικό δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τα προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις χώρες της ευρωζώνης: τα μεγάλα ευρωπαϊκά θέματα των τελευταίων ετών φαίνεται να έχουν το ζήτημα της Εθνικής Κυριαρχίας –του τι είναι η κυριαρχία, του πώς χάνεται, του πώς δυνητικά ανακτάται –στον πυρήνα τους.

Αποτελεί γεγονός ότι η Ελλάδα έχασε ένα μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Πότε όμως συνέβη αυτό; Με την υπογραφή του Μνημονίου το 2010; Με την είσοδο της χώρας στο ευρώ το 2002, ή και ακόμα πιο πριν, στην ΕΟΚ το 1981; Υπάρχουν διακριτές σχολές σκέψης –τόσο πολιτικές όσο και ακαδημαϊκές –από αυτούς που πιστεύουν ότι ακόμα και η υπογραφή μιας συμφωνίας όπως το Μνημόνιο δεν επιδρά στην κυριαρχία ενός κράτους, διότι σε τελική ανάλυση το κράτος οικειοθελώς επιλέγει να συμμετάσχει, μέχρι εκείνους που ισχυρίζονται ότι το να μιλάμε για κυρίαρχα κράτη σε καθεστώς παγκοσμιοποίησης συνιστά υποκρισία.

Στην καθημερινή τους λειτουργία τα κράτη διαπραγματεύονται και διαμορφώνουν «θεματικές» συμφωνίες, οι οποίες συχνά εκχωρούν κομμάτι της εθνικής τους αυτονομίας σε ό,τι αφορά τη λήψη των αποφάσεων, για να αποκομίσουν οφέλη –οικονομικά, πολιτικά, στρατηγικά –τα οποία μπορούν να επιδράσουν θετικά σε άλλες διαστάσεις της κυριαρχίας τους. Η συμμετοχή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ή στην Ευρωπαϊκή Ενωση αποτελούν κλασικά παραδείγματα.

Οι κρίσεις χρέους, μέσα από τους όρους που οι δανειστές επιβάλλουν στους δανειζόμενους, αποτελούν ίσως το καλύτερα καταγεγραμμένο παράδειγμα παραβιάσεων κυριαρχίας έξω από τη σφαίρα των εμπόλεμων καταστάσεων. Η ουσία όμως αυτών των κρίσεων –ανάμεσά τους και της ελληνικής –είναι ότι δεν είναι καθαυτά τα προγράμματα διάσωσης και οι κατά βάση δυσχερείς συνθήκες τους που οδηγούν σε απώλεια κυριαρχίας, αλλά το αίτιο το οποίο οδηγεί στα προγράμματα, δηλαδή η αδυναμία ανατροφοδότησης του χρέους στις αγορές ομολόγων. Αν μια χώρα φτάσει στο σημείο να χρειαστεί πρόγραμμα διάσωσης, αυτό πάει να πει ότι η χώρα ήδη βρίσκεται σε καθεστώς μειωμένης κυριαρχίας και ότι το πρόγραμμα αποτελεί τη μόνη διαθέσιμη οδό για να την ανακτήσει.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως τα προγράμματα διάσωσης έχουν πάντοτε σχεδιαστεί σωστά. Αντίθετα, ο ιδεολογικός δογματισμός της ηγεσίας του ΔΝΤ υπήρξε συχνά εξίσου –αν όχι και περισσότερο –υπεύθυνος για την εξέλιξη συγκεκριμένων κρίσεων, όπως π.χ. στην περίπτωση της ασιατικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στη δική μας περίπτωση, ωστόσο, το βασικό πρόβλημα είχε να κάνει περισσότερο με το μέγεθος της δανειακής σύμβασης και όχι τόσο με τον «ιδεολογικό συντελεστή»: ένα πρόγραμμα το οποίο θα είχε σχεδιαστεί για μεγαλύτερη διάρκεια και το οποίο θα ξεκινούσε από τις μεταρρυθμίσεις και όχι από τις περικοπές, θα είχε πετύχει τον στόχο της σταθεροποίησης χωρίς να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση με τα μυθικά ποσοστά ανεργίας και τη σωρευτική ύφεση που ξεπέρασε το 25% του ΑΕΠ. Αυτό όμως θα απαιτούσε και μεγαλύτερη διάθεση ποσών, η οποία θα έπρεπε να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια των εταίρων μας –κάτι το οποίο δεν ήταν πολιτικά εφικτό. Αυτό είχε ως συνέπεια να εστιάσουμε υπερβολικά στη μακροοικονομική σταθεροποίηση, ενδεχομένως και εις βάρος του πραγματικού προβλήματος της χώρας που παραμένει η δομή του παραγωγικού της μοντέλου.

Η συνάντηση με την τρόικα στο Παρίσι στις αρχές Σεπτεμβρίου αποτελεί ένα βήμα προς την κατεύθυνση ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας, όχι μόνο σε συμβολικό αλλά κυρίως σε θεσμικό επίπεδο. Η τρόικα είναι ένα θεσμικό υβρίδιο το οποίο δεν προβλέπεται από τις συνθήκες. Η προσέγγιση της Ιρλανδίας η οποία επιδιώκει να αποπληρώσει πρώτα το δάνειο προς το ΔΝΤ, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και θα πρέπει να επιδιωχθεί και από την ελληνική κυβέρνηση. Χωρίς την παρουσία του ΔΝΤ δεν υπάρχει τρόικα παρά μόνο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι –εμπλουτισμένοι μετά την κρίση –κανόνες διακυβέρνησης και εποπτείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τη συνάντηση αυτή πρέπει να ακολουθήσει μια μεγάλη πολιτική διαπραγμάτευση, η οποία μέσα από παραμετρικές αλλαγές στα επιτόκια και στους χρόνους αποπληρωμής θα κατοχυρώσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Η βιωσιμότητα του χρέους είναι αναγκαία συνθήκη για την ανασυγκρότηση της χώρας μας. Δεν είναι όμως από μόνη της και ικανή. Ενα εθνικό πακέτο μεταρρυθμίσεων το οποίο θα οδηγήσει τη χώρα σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο παραμένει το κεντρικό ζητούμενο.

Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι πολιτικός επιστήμονας – οικονομολόγος, μέλος του Π.Σ. του ΠΑΣΟΚ