Τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών του 2014 συζητήθηκαν ευρύτατα και η συντριπτική πλειονότητα των αναλύσεων, ως συνήθως, εστιάστηκε στη σημασία τους για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Περισσότερο κακό σε όλες αυτές τις αναλύσεις κάνει η απόπειρα να εξαχθούν αποτελέσματα κομματικής επιρροής από τις δημοτικές εκλογές. Και αυτό γιατί στην Ελλάδα, όπως σχεδόν στις περισσότερες χώρες του κόσμου, οι δημοτικές αρχές αποτελούν έναν θεσμό ο οποίος βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της αντιμετώπισης των πολλαπλών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Ανεξάρτητα από κομματική ταμπέλα, ο πετυχημένος δήμαρχος είναι εκείνος που αναζητά τρόπους να κάνει συγκεκριμένα πράγματα στην πόλη που διοικεί. Με τον τρόπο αυτόν παρακάμπτει την κεντρική εξουσία και πολλές φορές συγκρούεται με αυτήν. Οι λύσεις που υιοθετούνται μπορεί να είναι αντισυμβατικές ή και να προκαλούν την απορία αυτών που ζουν αλλού.

Ολα τα παραπάνω χαρακτηρίζουν και την Ελλάδα, όπου ο Γ. Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη και ο Γ. Καμίνης στην Αθήνα έχουν παίξει αυτόν τον ρόλο με εξαιρετική επιτυχία. Είναι λάθος να πανηγυρίζουν συγκεκριμένα κόμματα για τις επιτυχίες τους, γιατί αυτό δείχνει απλώς ότι δεν αντιλαμβάνονται τη δυναμική της πόλης όπως αυτή εμφανίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπως υποστηρίζει στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο του If Mayors ruled the world: Dysfunctional Nations, Rising Cities (2013) ο Μπέντζαμιν Μπάρμπερ, πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα του πλανήτη δεν αντιμετωπίζονται με επιτυχή τρόπο από τα σύγχρονα έθνη-κράτη και ότι το αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας είναι οι δήμαρχοι των πόλεων να αναλαμβάνουν την ευθύνη και την πρωτοβουλία να βρουν τις έξυπνες λύσεις που θα λειτουργήσουν για τις πόλεις τους. Εάν οι δήμαρχοι κυβερνούσαν τον κόσμο, λέει ο συγγραφέας, ίσως να είχαμε περισσότερα αποτελέσματα στη διακυβέρνηση και λιγότερη στείρα πολιτική αντιπαράθεση. Το βιβλίο, εκτός από την περιγραφή του επιχειρήματος του συγγραφέα, φιλοξενεί και πορτρέτα διαφόρων δημάρχων μεγαλουπόλεων, από τη Νέα Υόρκη (την πόλη όπου ζει ο Μπάρμπερ) μέχρι τη Μόσχα, τη Στουτγάρδη και το Λονδίνο. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι ο Γ. Καμίνης και η Αθήνα είναι μεταξύ των δημάρχων και των πόλεων που χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο.

Η δημοτική εξουσία, όπως υποστηρίζει ο Μπάρμπερ, είναι εξαναγκασμένη από τη φύση της να δώσει απτά αποτελέσματα της αποτελεσματικότητάς της και αυτό σημαίνει ότι πετυχημένοι δήμαρχοι είναι εκείνοι οι πραγματιστές που παραβλέπουν τις κομματικές ταμπέλες για να προσπαθήσουν να φτιάξουν ένα καλύτερο περιβάλλον για τους δημότες τους. Ολα τα παραπάνω δεν μπορούν να αποδώσουν το πολύπλοκο του επιχειρήματος του συγγραφέα, ούτε φυσικά μπορώ εδώ να αντιγράψω τους μακροσκελείς κατάλογους με τους διάφορους οργανισμούς που συντονίζουν τις δραστηριότητες περίπου 3.000 δημάρχων ανά την υφήλιο. Για όλα αυτά, ο αναγνώστης πρέπει να διαβάσει το βιβλίο το οποίο, από όσο ξέρω, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, παρότι είναι ακόμη σχετικά νωρίς για αυτό. Ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί υπέρ της μεταβίβασης περισσότερων εξουσιών στους δήμους και της θεσμικής συγκρότησης ενός παγκόσμιου κοινοβουλίου δήμων. Σίγουρα δεν μοιράζομαι τον σχεδόν άκρατο ενθουσιασμό του υπέρ της δημοτικής εξουσίας. Αλλά υπάρχουν πάμπολλα μαθήματα στις πληροφορίες, ιστορίες και επιχειρήματα που παρουσιάζει ο Μπάρμπερ και αυτά αξίζει να τα λάβουν σοβαρά υπόψη όλοι όσοι ασχολούνται με την τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες.

Στην Ελλάδα η τοπική αυτοδιοίκηση για δεκαετίες αντέγραφε το υδροκέφαλο αθηναϊκό κράτος της πελατειακής συναλλαγής. Η κατάρρευση αυτού του μοντέλου έχει ήδη δώσει τη δυνατότητα να εμφανιστεί το είδος εκείνου του δημάρχου που στην Ελλάδα εκπροσωπούν οι Γ. Μπουτάρης και Γ. Καμίνης. Η εμφάνισή τους δεν είναι ελληνικό αλλά παγκόσμιο φαινόμενο και φυσικά δεν μπορεί να μονοπωληθεί από κανέναν πολιτικό χώρο. Αντίθετα, πρέπει να περιμένουμε και να ενθαρρύνουμε την ανάδυση και άλλων τέτοιων δημάρχων είτε από τη Δεξιά είτε από την Αριστερά. Ενδεχομένως, η αποτελεσματική διαχείριση των πόλεων αποτελεί ένα (αλλά ένα μόνο!) από τα «κλειδιά» για την αντιμετώπιση της πολυσχιδούς κρίσης που βιώνει η Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η ευκαιρία είναι εδώ.

Ο Βίκτωρ Ρουδομέτωφ είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου