Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη για περισσότερους λόγους από αυτούς που παραδέχονται οι ίδιοι οι δημοσκόποι (όπως ότι είναι ένα «στιγμιότυπο» και όχι απεικόνιση κάποιας μονιμότερης τάσης). Προπαντός όταν οι ερωτήσεις δεν αφορούν επιλογές (π.χ. ποιο κόμμα θα ψηφίσετε) αλλά γνώμες, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να νοθεύσουν τις απαντήσεις. Ενας από τους πιο συνηθισμένους, ιδιαίτερα στην Ελλάδα της μάλλον ατροφικής ατομικότητας, είναι η αγελαία παρόρμηση, η ροπή προς τυπική συμμόρφωση με αυτό που «επιβάλλεται» να πιστεύεις και να είσαι. Ρωτούν κάποιον π.χ. αν είναι θρήσκος και αυτός αισθάνεται υποχρεωμένος να απαντήσει «ναι», κι ας πηγαίνει στην εκκλησία μόνο για γάμους και βαφτίσια. Ενας άλλος, ακόμη πιο χαρακτηριστικά ελληνικός παράγοντας είναι η καχυποψία: γιατί με ρωτάνε, ποιος είναι ο κρυφός σκοπός τους, πώς θα χρησιμοποιήσουν αυτό που θα πω, τι συμφέρει να απαντήσω ανάλογα με την περίσταση κ.λπ. Μπορεί έτσι να προκύψουν απαντήσεις που πολύ απέχουν από αυτό που σκέφτεται κατά βάθος ο ερωτώμενος.

Τούτων δοθέντων, είναι βάσιμες οι αμφιβολίες για το αν είναι πράγματι 75% το ποσοστό των Ελλήνων που πιστεύουν ότι η κρίση ήταν προσχεδιασμένη έξωθεν, 59% το ποσοστό εκείνων που εκτιμούν ότι η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν οργανωμένη από τις ίδιες τις ΗΠΑ, 27% το ποσοστό εκείνων που θεωρούν σκηνοθετική απάτη την προσσελήνωση του Αρμστρονγκ και διάφορα άλλα αποτελέσματα της πρόσφατης, πολυσυζητημένης δημοσκόπησης. Είναι πολύ πιθανό ότι υπάρχουν πολλοί Ελληνες που βρίσκουν απλώς πιο «εθνοπρεπές» να δηλώνουν ότι φταίνε οι ξένοι για τα χάλια μας ή που δεν θέλουν να κάνουν το χατίρι της Μέρκελ ομολογώντας αυτό που ψυχανεμίζονται, τουλάχιστον, για τα αληθινά αίτια της κρίσης. Και ότι άλλοι, ή από τους ίδιους, δεν θέλουν να δώσουν πόντους στους αμερικανούς ιμπεριαλιστές αναγνωρίζοντας την επιτυχία τους στο Διάστημα ή να τους δώσουν δικαίωμα στην ανθρώπινη συμπόνια με το να συμφωνήσουν ότι έστω για μια φορά υπήρξαν και οι ίδιοι θύματα. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί είπαν τι θα ήθελαν να πιστεύουν και όχι τι θα παραδέχονταν ιδιωτικά ότι αληθεύει.

Αυτό είναι όμως ακόμη χειρότερο από το αν πίστευαν πραγματικά τα όσα δήλωσαν. Γιατί σημαίνει ότι πολλοί Ελληνες ξέρουν περίπου ή υποψιάζονται ποια είναι η πραγματικότητα, αλλά συμπεριφέρονται σύμφωνα με μια φανταστική πραγματικότητα που εξυπηρετεί τα συναισθηματικά συμφέροντά τους και ελπίζουν σε ένα θαύμα που θα κάνει αυτή την άλλη πραγματικότητα να εξυπηρετήσει και τα εμπράγματα συμφέροντά τους. Οι συνέπειες για την πολιτική ζωή είναι προφανείς. Πρόκειται για μια στάση που επιβραβεύει στην κάλπη από διακηρύξεις όπως ότι «λεφτά υπάρχουν» μέχρι θεωρίες διεθνούς συνωμοσίας κατά του ελληνισμού ή μαγικές συνταγές για την έξοδο από την κρίση που περνάει η χώρα.

Αυτή είναι μια ειδικά ελληνική μορφή του φαινομένου που έχει ονομαστεί εθνολαϊκισμός ή, με έναν πιο περιγραφικό όρο που έχει προταθεί, «δημοκρατία της συγκίνησης». Η ειδοποιός διαφορά της από τις συγγενείς μορφές σε άλλες χώρες είναι η απόλυτη ανοσία της όχι μόνο απέναντι στη λογική αλλά και απέναντι στις εξελίξεις. Δεν χρωματίζει τα γεγονότα με κραυγαλέα, αντιθετικά χρώματα, όπως κάνουν οι άλλες, γιατί απλούστατα δεν ασχολείται με αυτά. Προβάλλει στη θέση τους μια φαντασίωση, που ανακηρύσσεται πραγματικότητα στο όνομα της επιθυμίας. Αν αυτός που μας υποσχέθηκε λεφτά δεν μας τα έδωσε, θα τα ζητήσουμε από κάποιον άλλο, γιατί εμείς γουστάρουμε να πιστεύουμε ότι λεφτά υπάρχουν. Η Ελλάδα κολυμπάει στους υδρογονάνθρακες, γιατί έτσι μας αρέσει βρε αδελφέ, αλλά τα ξένα συμφέροντα δεν μας αφήνουν να πλουτίσουμε από αυτούς. Εδώ εντάσσεται και η μοναδικότητα της ελληνικής τρομοκρατίας, που παρά την πλήρη στρατηγική αποτυχία της συνεχίζει τη δράση της σαράντα χρόνια τώρα: η πραγματικότητα δεν μπορεί να τη διαψεύσει, γιατί αυτή λειτουργεί με τους όρους της δικής της, αμετακίνητης πραγματικότητας.

Ολα αυτά θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί ο λαϊκισμός στην Ελλάδα δεν παράγει πολιτικές τομές, έστω με συντηρητικό ή αντιδραστικό περιεχόμενο, όπως αλλού. Πώς να παραχθεί πολιτική με κάτι που δεν σχεδιάστηκε για να αλλάξει κάτι στην πραγματικότητα, αλλά για να βιώνεται σαν πραγματικότητα μια ονειροφαντασία;

Αξίζει όμως να στρέψουμε την προσοχή μας στην άλλη πλευρά της δημοσκοπικής εικόνας. Σε εκείνο τον σκληρό πυρήνα του 25% που δεν ασπάζεται τη δημοφιλή θεωρία για την κρίση ως αποτέλεσμα ξένης μηχανορραφίας και που διευρύνεται λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με το πόσο παρανοϊκές είναι οι αντίθετες θέσεις (ότι οι Αμερικανοί δεν πάτησαν ποτέ στη Σελήνη, ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες ή οι γιατροί κρύβουν το φάρμακο για τον καρκίνο, ότι οι έλληνες καθολικοί δεν είναι και τόσο Ελληνες κ.λπ.). Αυτό το 25% το βρίσκουμε σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις που έγιναν τα τελευταία είκοσι χρόνια για ένα σωρό θέματα. Είναι το ποσοστό των Ελλήνων που δεν προσβλήθηκαν από εθνικιστική υστερία για το Μακεδονικό (ή θεραπεύτηκαν σύντομα), δεν συντάχτηκαν με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για τις ταυτότητες, δεν εξέφραζαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο ξενοφοβικά και ρατσιστικά αισθήματα, δεν εχθρεύονταν τη Δύση, είχαν θετική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αναγνώριζαν κατηγορηματικά την ανάγκη για «μνημονιακές» μεταρρυθμίσεις (και όχι επειδή τις απαιτούσε η τρόικα). Ασφαλώς δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις οι ίδιοι άνθρωποι. Δείχνει όμως αυτό το ποσοστό ότι υπάρχει μια πάγια και ισχυρή μειοψηφία που δεν συμπνέει με την εκάστοτε κυρίαρχη διάθεση στη «δημοκρατία της συγκίνησης» και υιοθετεί πιο διαφωτισμένες θέσεις.

Δεν είναι πολύ αυτό το 25% για μια κανονική σύγχρονη χώρα, ούτε όμως λίγο για μια χώρα αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να γίνει κανονική. Βρίσκεται διεσπαρμένο στο μεγαλύτερο μέρος του κομματικού φάσματος, από τη Νέα Δημοκρατία ώς τον ΣΥΡΙΖΑ, και περιλαμβάνει ανθρώπους που οι σκέψεις και τα αισθήματά τους χορεύουν σε ρυθμούς διαφορετικούς από αυτούς που υπαγορεύει η μία ή η άλλη κομματική παρτιτούρα. Ενα πολιτικό σχήμα που θα κατόρθωνε να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει και να ομογενοποιήσει ιδεολογικά αυτόν τον κόσμο, ή έστω ένα σημαντικό κομμάτι του, θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο από ένας δυναμικός κυβερνητικός εταίρος στο μέλλον. Θα μπορούσε επίσης να διαρρήξει την κουλτούρα της διπλής πραγματικότητας, αυτή που κάνει τις ιδιωτικές αλήθειες δημόσια ψέματα.