Αυτή η δίκη αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Οι κατηγορούμενοι, ας πούμε, ήταν εμφανώς μετανιωμένοι. Ο επιχειρηματίας που είχε ενοικιάσει τις καλλιέργειες με τις φράουλες πήρε όλη την ευθύνη πάνω του, κι ας μην ήταν παρών στην επίθεση. «Εγώ φταίω», είπε στην απολογία του. «Οχι μόνο είχα απλήρωτους τους εργάτες για μήνες, αλλά τους φερόμουν και προσβλητικά. Τους εκμεταλλευόμουν, τους εκβίαζα, τους απειλούσα. Εγώ είχα πει στους επιστάτες να μη διστάσουν να πυροβολήσουν αν δουν τα σκούρα. Αλλά έχω μετανιώσει και ζητώ δημοσίως συγγνώμη. Δεν κοιμάμαι τις νύχτες από τις τύψεις. Μόνο με μια παραδειγματική τιμωρία θα εξιλεωθώ».

Εμφανώς μετανιωμένοι εμφανίστηκαν και οι επιστάτες, που δεν μπορούσαν μάλιστα να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. «Ο δικηγόρος μάς συνέστησε να πούμε ότι βρισκόμασταν σε κατάσταση άμυνας όταν πυροβολήσαμε τους μετανάστες», είπε ο αρχιεπιστάτης. «Αλλά δεν είναι αλήθεια. Ούτε βέβαια φοβηθήκαμε όταν τους είδαμε να διαμαρτύρονται για τα δεδουλευμένα τους. Αυτοί είχαν ξύλα, εμείς όπλα, τι να φοβηθούμε; Δεν πυροβολήσαμε πρώτα στον αέρα, όπως ισχυριστήκαμε στις καταθέσεις μας. Στο ψαχνό ρίξαμε. Και δεν μας δικαιολογεί ότι αυτές τις οδηγίες είχαμε. Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε, μπορούσαμε να τις παραβούμε. Δεν θέλουμε λοιπόν να κριθούμε με επιείκεια. Δεν θέλουμε να πιστέψουν κι άλλοι που θα βρεθούν ενδεχομένως στη θέση μας ότι μπορούν να δράσουν με τον ίδιο τρόπο ατιμώρητα».

Το δικαστήριο εντυπωσιάστηκε. Και θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις, έκρινε ομόφωνα ένοχους τους κατηγορούμενους για όλα τα αδικήματα που τους βάρυναν, περιλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων και των βαριών σκοπούμενων σωματικών βλαβών. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την ειλικρινή μετάνοιά τους, επέβαλε τις ελάχιστες ποινές που προβλέπει ο νόμος. «Ας σηματοδοτήσει η σημερινή ημέρα μια νέα αρχή στη σχέση μας με τους μετανάστες», είπε ο πρόεδρος, υπερβαίνοντας ίσως και λίγο τις αρμοδιότητές του. «Ας προσπαθήσουμε από σήμερα να δείξουμε ότι είμαστε ένας φιλόξενος, ευαίσθητος και τίμιος λαός».

Εντάξει, τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τα γνωστά επιχειρήματα «δεν ξέρω, δεν είδα, δεν κατάλαβα, το όπλο εκπυρσοκρότησε μόνο του». Το δικαστήριο αθώωσε τον επιχειρηματία και τον αρχιεπιστάτη αγνοώντας την πρόταση της εισαγγελέως. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που είχαν ήδη δεχθεί επιθέσεις από «αγνώστους» στο δικαστικό μέγαρο, έτρεξαν να κρυφτούν. Η Χρυσή Αυγή έκανε πάρτι. Και η ζωή συνεχίζεται. Οπως έγραφε τον περασμένο Μάρτιο ο Γιάννης Παπαδόπουλος στα «ΝΕΑ», τίποτα δεν έχει αλλάξει στη Μανωλάδα και τις άλλες νάιλον πολιτείες. Οι εργάτες γης εξακολουθούν να ζουν σε άθλιες συνθήκες και να είναι έρμαια της βίας και της αυθαιρεσίας. Κι εμείς, όπως λέει ο Χαντζόπουλος στο σημερινό πρωτοσέλιδο σκίτσο του, κοιτάμε να αγοράζουμε μόνο αθώες φράουλες.