Αν κάνεις δουλειά που σχετίζεται με τον δημόσιο λόγο, αν εκτίθεσαι μάλιστα υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης, σημαίνει ότι έχεις αποφασίσει την ανάληψη της ευθύνης των όσων ισχυρίζεσαι. Σημαίνει, δηλαδή, ότι είσαι έτοιμος να υποστείς σκληρή κριτική για τις εκτιμήσεις σου, σημαίνει ότι πρέπει να προσπαθείς να αποφύγεις το λάθος ή την ακρισία διότι η κριτική θα μεγεθυνθεί, σημαίνει τέλος πάντων ότι δεν θα έχεις υποχρεωτικά τον έπαινο του Δήμου ή έστω ενός μέρους του, μικρού ή μεγάλου. Πολιτικός, αναλυτής, δημοσιογράφος, επαγγέλματα ή ιδιότητες που χαράσσουν στρατηγική, παίρνουν ή υλοποιούν αποφάσεις, υπερασπίζονται ή καταγγέλλουν κατευθύνσεις τις οποίες παίρνει η δημόσια ζωή, είναι συνυφασμένα συχνά με την αντιπαράθεση, ακόμα και τη χλεύη ή την οργή. Ετσι είναι η ζωή, κι αυτό ήταν πάντοτε το τίμημα της δημόσιας έκθεσης.

Αλλά στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων (και πριν από τη χρεοκοπία) ο δημόσιος λόγος συχνά κυριαρχείται από ένα ανεξέλεγκτο μίσος. Μίσος κοινωνικό για κάποια πρόσωπα που δεν τυχαίνει ο δημόσιος λόγος τους να ικανοποιεί τις απόψεις όσων το εκφράζουν. Συχνά, μάλιστα, αυτό το μίσος δεν περιορίζεται στα πρόσωπα ή στους θεσμικούς φορείς με τους οποίους οι διαφωνούντες αντιτίθενται. Αντίθετα. Με τη μορφή της αδιακρισίας γενικεύεται, φεύγει από το δημόσιο πεδίο, μπαίνει στις ιδιωτικές ζωές των ανθρώπων, προσβάλλει τα πρόσωπα της οικογένειάς τους, φιλίες, σχέσεις, συγγένειες.

Τα σχετικά κρούσματα, σε διάφορες εκδοχές, είναι πολλά. Τελευταίο, η επιχείρηση διαπόμπευσης νεαρής που συνελήφθη στη Μυτιλήνη με μικροποσότητα κάνναβης. Δεν είχε κάνναβη μόνο, όμως, είχε και τα σύνεργα του καπνίσματος –χαρτάκια, δηλαδή, για στρίψιμο, που πουλιούνται στα περίπτερα. Αυτή η μη «είδηση», υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα ανακοινωνόταν –ή κι αν ανακοινωνόταν από τις διωκτικές Αρχές, ανώνυμα βάσει των κανόνων προστασίας προσωπικών δεδομένων, ουδείς θα την πρόσεχε. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μπαμπάς ήταν διάσημος. Είναι δημοσιογράφος, σχολιάζει την ειδησεογραφία σε κανάλι με τρόπο που δεν μας αρέσει –και, άρα, το παιδί του οφείλει να πληρώσει το τίμημα της οικογενειακής ευθύνης. Και το περιστατικό μετατράπηκε σε κανιβαλισμό, όπως πολύ σωστά σημείωσε και ο Δημήτρης Παπαδημούλης.

Σε μια χώρα όπου κυριαρχούν δύο μυρωδιές, ο ιδρώτας και το χασίς, γίνεται μείζον θέμα, στόχος στην ουσία, ένα πιτσιρίκι που πιάνεται με μερικά γραμμάρια χόρτο. Μια διωκτική υπηρεσία που πρέπει να σέβεται τα προσωπικά δεδομένα κυριαρχείται από την ακρισία και την επιθυμία της έκθεσης ενός δημόσιου προσώπου «που δεν το πάνε». Σε έναν Τύπο που δεν μπορεί να κατονομάσει ογκόλιθους του εγκλήματος λόγω των ισχυόντων για τα προσωπικά δεδομένα, εύκολα αφήνουν να διαρρεύσει το όνομα και οι φωτογραφίες ενός κοριτσιού που πολύς κόσμος έμαθε να μισεί τον μπαμπά του (όχι γιατί έκανε κάτι, αλλά για τις απόψεις του!). Σε ένα Ιντερνετ, που υποτίθεται ότι θα δόξαζε τον πλουραλισμό και την εναλλακτικότητα, κυριάρχησαν οι κανίβαλοι. Ευθύνονται συγκεκριμένες ιδεολογίες (και πρόσωπα πίσω από αυτές) για τη μετατροπή του δημόσιου χώρου σε ζούγκλα. Κι είναι και δική τους υπόθεση αυτό το κλίμα να αναστραφεί.