Αφού θα συνεχίσει κατά πώς φαίνεται να μας συγκινεί αθεράπευτα η δεκαετία του ’60, ας τη χρησιμοποιήσουμε ακόμη μία φορά. Δεν αποκλείεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί η δεκαετία αυτή συνδύασε με έναν τρόπο που έχει εξελιχθεί σε μαγικό, στοιχειώνοντάς μας, δύο γεγονότα διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους: την ελπίδα μιας καθολικής κοινωνικής και καλλιτεχνικής αναγέννησης μαζί με την καταβαράθρωσή της. Την πρώτη την εξέφρασε σε πολιτικό επίπεδο ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ στις τέχνες και τα γράμματα θα αναφέραμε τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κάρολο Κουν, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Στρατή Τσίρκα, τον Γιώργο Σεφέρη και τόσους άλλους ομοτέχνους τους. Οσον αφορά την καταβαράθρωσή της φθάνει να αναφέρουμε τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967.

Πρόκειται για μια μίξη που όσο και αν αναλυθεί, πολιτικά και κοινωνιολογικά, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα το έχουν πάντα οι αναμνήσεις των ανθρώπων, οι επιμέρους, οι άγνωστες, οι φαινομενικά ουδέτερες, γιατί είναι εντελώς προσωπικές, τόσο σε σχέση με τα χρόνια της ελπίδας όσο και με τα χρόνια της χούντας που περιλαμβάνει μέσα της η δεκαετία αυτή. Θέλετε μια απόδειξη; Περιστατικά συνδυασμένα με τη δικτατορία, από το ’70 και μετά, όσο και αν είναι τρομερά δεν μας συγκινούν όσο μας συγκινεί το καθετί που έγινε μέσα στην τετραετία 1967-1970.

Δεν αποκλείεται να μας θέλγει τόσο η δεκαετία αυτή γιατί μας δίνει ένα μέτρο του πόσο ουσιαστικά λίγα πράγματα έγιναν μέσα στα 50 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Τι χρειάζονται όμως άλλες μαρτυρίες όταν διαβάζουμε σε ένα κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά, δημοσιευμένο στο «Βήμα» στις 29 Σεπτεμβρίου του 1965, ανάμεσα σε άλλα: «Για να μην απομακρυνθώ πολύ από τη γειτονιά μου, παρακαλώ τον αναγνώστη, αν έχει καιρό να κάμει έναν περίπατο ώς τη γωνία της Λεωφόρου Ιλισού και της οδού Παπαδιαμαντοπούλου. Θα αντικρίσει εκεί, μέσα σε ό,τι απομένει από την κοίτη του Ιλισού, έναν απερίγραπτο οικισμό από τρώγλες που αποτελεί αληθινό όνειδος για το κράτος μας, τον Δήμο και την κοινωνία. Τριγύρω θα δει ολοκαίνουργιες πολυκατοικίες, φρέσκιες και γελαστές, πλούσια περίπτερα της μπενζίνας. Σε λίγα λεπτά απόσταση αστράφτει το Χίλτον. Είναι μια παραστατική εικόνα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Μια κοινωνία όμως που παραδέχεται τέτοιες διακρίσεις ανάμεσα στον πληθυσμό της –και μάλιστα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσάς της –δεν μπορεί να αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της».

Μα θα αντιτείνει όποιος θεωρεί την εξέλιξη στον τεχνολογικό τομέα να μεταφέρεται αυτομάτως στον χώρο της πολιτικής και της ηθικής εξέλιξης πως ούτε η κοίτη του Ιλισού υπάρχει πια ούτε ο απερίγραπτος οικισμός από τρώγλες που περιγράφει ο Θεοτοκάς. Βεβαίως και δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως τόσα άλλα –μην πιάσουμε να τα αριθμήσουμε –που ακόμη και ο μετριοπαθής Θεοτοκάς θα πίστευε πως θα ήταν αδύνατο να ισχύουν 49 χρόνια μετά. Και μάλιστα καθόλου μακριά από το αστραφτερό Χίλτον.

Αλλά αν υπάρχει κάτι εμφανέστερο που δίνει την εικόνα όχι βέβαια της εξέλιξης αλλά της σαφέστατης οπισθοδρόμησης είναι όταν ο δημιουργός του «Λεωνή» γράφει για την ελληνική κοινωνία ότι δεν μπορεί να αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της από τη στιγμή που παραδέχεται τέτοιες διακρίσεις ανάμεσα στον πληθυσμό της.

Κατά τούτο έχουμε αλλάξει σχεδόν 50 χρόνια από την καταγγελία του Θεοτοκά. Με την πένα του ίδιου υπήρχε τη δεκαετία του ’60 μια αντίδραση σε σχέση μα τις αβυσσαλέες διαφορές που παρατηρούνταν στη ζωή των ανθρώπων στο κέντρο της Αθήνας. Σήμερα τις διαφορές αυτές φαίνεται να τις έχουμε παραδεχθεί, να θεωρούμε την ύπαρξή τους σχεδόν ως κάτι το αυτονόητο.

Και οι αντίστοιχοι –αν υπάρχουν –σημερινοί συνάδελφοι του Γιώργου Θεοτοκά να μεταβάλλονται κατά τον τρομερό στίχο του γερμανού ποιητή Γκίντερ Αϊχ σε λίπασμα, αντί για άμμο, στα γρανάζια της μηχανής του κόσμου.