Ολα τα οικονομικά μεγέθη δείχνουν (και τα ερευνητικά Ινστιτούτα επιβεβαιώνουν) ότι η χώρα εισήλθε στο στάδιο της οικονομικής σταθεροποίησης και ότι είναι σχεδόν βέβαιη μια μικρή ανάκαμψη έως το τέλος του έτους. Αλλά, προς το παρόν και παρά την ανάσχεση της ύφεσης, η δυναμική της ανάκαμψης είναι ακόμη ασθενής και βαρύνεται με πολλές αβεβαιότητες. Οι σημαντικότερες πηγές τους είναι:

– Πρώτον, το ζήτημα των τραπεζών, παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που επιτεύχθηκαν, δεν έχει λυθεί, καθώς εκκρεμεί λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που περιορίζουν τις δανειοδοτικές ικανότητες των τραπεζών. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ (IMF Greece, Fifth review, June 2014), το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, το οποίο ξεπερνά επίπεδα άλλων χωρών που έχουν οδηγήσει σε συστημικές κρίσεις. Επίσης και συναφώς, οι χορηγήσεις δανείων από τις τράπεζες εξακολουθούν να υποχωρούν.

– Δεύτερον, οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν ενώ ως μοχλός ανάπτυξης θα μπορούσαν να συμβάλουν καθοριστικά στην οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας. O ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου που έφθασε στο ύψος ρεκόρ των 59 δισ. (26,7% του ΑΕΠ) το 2007 έχει έκτοτε πτωτική τάση φθάνοντας στα 23,6 δισ. το 2013 (13% του ΑΕΠ). Χωρίς ανάκαμψη των δημοσίων και, κυρίως, των ιδιωτικών επενδύσεων σε ευρεία βάση, η διαφαινόμενη ανάκαμψη δεν θα είναι διατηρήσιμη.

– Τρίτον, το δημόσιο χρέος αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και κάνει επιφυλακτικούς τους πιθανούς επενδυτές. Απειλητική παραμένει και η δυναμική του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ για την Ελλάδα στηρίζονται σε παραδοχές που μπορεί να διαψευσθούν. Στην περίπτωση ακόμη και μικρών αποκλίσεων από τα πλεονάσματα ή επιτόκια δανεισμού θα επερχόταν μια καταστροφική έκρηξη του λόγου χρέους.

Ενώπιον αυτών των μεγάλων προκλήσεων η κυβέρνηση εξέπεμπε αντιφατικά μηνύματα σε σειρά ολόκληρη θεμάτων μετά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον ανασχηματισμό. Από τη μια μεριά επιβεβαίωσε ότι εμμένει στους (μακροοικονομικούς) στόχους των προγραμμάτων προσαρμογής, όπως έχει συμφωνήσει με την τρόικα, π.χ. με την επιλογή του καθηγητή κ. Χαρδούβελη ως υπουργού Οικονομικών και με την τήρηση κρίσιμων προαπαιτούμενων, από την άλλη όμως επιζήτησε να ανακτήσει πολιτικό έδαφος τροποποιώντας διάφορα μέτρα (με τυπικό παράδειγμα το υπουργείο Παιδείας) ή κάνοντας διάφορους συμβιβασμούς που αποδυνάμωναν ορισμένες μεταρρυθμίσεις ή έκαναν αβέβαιη την αποτελεσματικότητά τους (βλ. ρυθμίσεις για το γάλα).

Γενικά, ο τρόπος με τον οποίο κατατίθενται πάσης φύσεως τροπολογίες σε διάφορα νομοσχέδια δείχνει ότι τελικά νοθεύονται πολλές μεταρρυθμίσεις. Ισως χαρακτηριστικοί της ρευστότητας είναι ακόμη οι ανασχεδιασμοί σε διάφορα υπουργεία. Γενικά, φαίνεται ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σε «γενικά πλαίσια πολιτικής» και «μικρο-ρυθμίσεις»πελατειακής έμπνευσης που αν δεν κλείσει θα απειλήσει και τα πρώτα.

Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ούτε τη σημασία πολλών μέτρων που λήφθηκαν έως τώρα και μάλιστα παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης. Αλλά το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας απαιτεί πιο θαρραλέα πολιτική. Γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία μεγάλης κλίμακας που θίγει τις περισσότερες κοινωνικές ομάδες και κινητοποιεί οργανώσεις συμφερόντων εντός του κράτους και γύρω από αυτό για την προάσπιση του status quo ante. Γεγονός είναι επίσης ότι οι ικανότητες σχεδιασμού τέτοιας κλίμακας πολιτικών ήταν περιορισμένες και, επιπλέον, υπήρχαν ισχυρές αντιστάσεις εναντίον της τεχνικής βοήθειας. Σε όλα τα στάδια διαμόρφωσης της πολιτικής –σχεδιασμός, ψήφιση νόμων, εφαρμογή, αξιολόγηση αποτελεσμάτων –παρεμβαίνουν όσοι θίγονται ή όσοι επιζητούν να φορτώσουν σε άλλους το κόστος της προσαρμογής με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση και ασάφεια για το τι ισχύει, με ποιο αποτέλεσμα και τι δεν ισχύει.

Ετσι, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις εμπιστοσύνης οικονομικών παραγόντων, επικρατεί ένα γενικευμένο κλίμα δυσπιστίας. Θα χρειασθούν άλλου βεληνεκούς προσπάθειες για να αντιμετωπισθεί η κρίση εμπιστοσύνης, την οποία τροφοδοτούν πελατειακές πρακτικές, συνεχείς αλλαγές πολιτικής που προκαλούν κινδύνους σε κάθε σοβαρό επιχειρηματία (όπως έδειξαν ανάμεσα σε άλλα οι πολιτικοί χειρισμοί για τα φωτοβολταϊκά ή οι καθημερινοί σχεδόν ανασχεδιασμοί της φορολογίας) και μια γενικευμένη αίσθηση άδικης κατανομής των βαρών της προσαρμογής.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών