«Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επόμενη κρίση –και θα υπάρξει –δεν θα είναι

σαν την προηγούμενη και οφείλουμε να την προβλέψουμε και να την αποτρέψουμε».

Στάνλεϊ Φίσερ, αντιπρόεδρος FED

Προ ολίγων ημερών, η Ισπανία έκανε πρώτη το επικίνδυνο βήμα. Φορολόγησε αναδρομικά για το 2014 το σύνολο των καταθέσεων στις ισπανικές τράπεζες. Με έναν ανεπαίσθητο συντελεστή 0,03%. Περιμένει να εισπράξει 400 εκατ. ώστε να μειώσει τις ανάγκες της σε δανεισμό και να μην ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο χρέους του 100%. Μια και συνεχίζει να δανείζεται, παρά τη λιτότητα που έχει αυτοβούλως επιβάλει, επιδιώκοντας να αποφύγει τον δανεισμό με τρόικα και προτιμώντας τις αγορές, όσο ακόμη την εμπιστεύονται. Ο Τύπος δεν έδωσε μεγάλη έκταση στην κίνηση της κυβέρνησης λόγω του χαμηλότατου συντελεστή που δεν προβλέπεται να προκαλέσει μαζική έξοδο των καταθετών (bankrun). Ωστόσο, κάποιοι ισχυρίζονται ότι είναι μια κίνηση δοκιμαστική, ώστε αργότερα να αυξήσει τον συντελεστή. Ηδη ξένοι που έχουν την κατοικία τους στην Ισπανία σκέφτονται να μεταφέρουν τις οικονομίες τους σε πιο ασφαλή βόρεια νερά.

Η ισπανική περίπτωση δεν προσομοιάζει της κυπριακής, όπου χάθηκαν οι καταθέσεις σε μια τράπεζα. Και με αυτήν την έννοια η ισπανική φορολόγηση των καταθέσεων, και όχι μόνο των τόκων, ίσως προκαλέσει παρενέργειες απρόβλεπτες για το ευρώ, ιδίως αν επεκταθεί και σε άλλες χώρες σε κρίση. Μην ξεχνάμε ότι το ευρώ, που είναι το δεύτερο σε ισχύ αποθετικό νόμισμα, τα τελευταία χρόνια απώλεσε 1% της προτίμησης, παραμένοντας πάντως δεύτερο με ποσοστό 24% έναντι του δολαρίου (61%), που διατήρησε το ποσοστό του την ίδια περίοδο.

Αν παραβλέψουμε την παρ’ ολίγον κρίση με τα προβλήματα της πορτογαλικής τράπεζας, όλοι περιμένουν με αγωνία τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής στα οποία άρχισε να υποβάλει τις συστημικές τράπεζες η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Και τον τρόπο που θα εφαρμοστούν από τον Νοέμβριο οι πρόνοιες εποπτείας της τραπεζικής ένωσης. Υπενθυμίζουμε ότι με τον τρόπο που επελέγη η αντιμετώπιση των προβληματικών τραπεζών, πρώτοι καλούνται να πληρώσουν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες και μετά θα παρέμβει η ΕΚΤ είτε για διάσωση είτε για κλείσιμο. Με άλλα λόγια, το κυπριακό μοντέλο μπορεί να είναι προ των πυλών. Για κάποιες μεγάλες τράπεζες. Κάτι που θα εξασθενίσει την ισχύ του ευρώ και κατά συνέπεια το κόστος δανεισμού.

Παράλληλα τρέχει και η εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ ως προς τον υπολογισμό κινδύνου του ενεργητικού τους, που κι αυτές οι προστατευτικές για την ευστάθεια του συστήματος πρόνοιες προκαλούν πονοκεφάλους σε τράπεζες και κράτη. Ιδίως διότι καταργεί τον μηδενικό κίνδυνο των κρατικών ομολόγων. Ετσι, για παράδειγμα, η Ιταλία που αισθάνεται πιο ασφαλής από τη Γαλλία σε σχέση με τον δανεισμό της, μια και το μεγαλύτερο ποσοστό ομολόγων κατέχουν οι ιταλικές τράπεζες, αισθάνεται ανασφάλεια για το μέλλον.

Με άλλα λόγια, τα μέτρα που πήρε η διεθνής κοινότητα για να περιορίσει τον κίνδυνο αστάθειας μετά το μάθημα της κρίσης του 2007 προκαλούν κάποια ρίγη από τον φόβο των «σκελετών». Που ίσως κρύβονται στα ντουλάπια…

Αλλά το πραγματικό πρόβλημα, συναφές με την υγιή λειτουργία των τραπεζών, είναι η ανάπτυξη, η οποία στον χώρο της ευρωζώνης παραμένει ασθενική, παρά την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Πρόσφατα, ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γενς Βάιντμαν δήλωσε ότι η λύση στο πρόβλημα της ευρωζώνης δεν θα προέλθει από περαιτέρω δανεισμό, αλλά με αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Και συνεπώς η χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, που ζητούν η Γαλλία και η Ιταλία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η εξέλιξη σε αυτήν τη διελκυστίνδα θα αντιμετωπιστεί από τη νέα Επιτροπή και ίσως μια μέση λύση δοθεί προκειμένου να ικανοποιηθούν και οι δυο πλευρές.

Ζούμε σε μια περίοδο επικίνδυνης αστάθειας και ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί μια οικονομική κρίση ίσως πιο πολύπλοκη από αυτήν των στεγαστικών των ΗΠΑ ή των κρατικών ομολόγων. Οι μηχανισμοί απορρόφησης κραδασμών δεν έχουν ολοκληρωθεί και αντιμετωπίζουν πόλεμο καθυστερήσεων από πολλές πλευρές. Που, αν προσθέσουμε τις διεθνείς γεωστρατηγικές συγκρούσεις καθώς και τους φόβους για πιθανή κρίση στην Κίνα, δίνουν την αίσθηση ενός κόσμου σε κόπωση και νευρική υπερένταση.

Η χώρα μας θα πρέπει να είναι διπλά προσεκτική σε μια τέτοια κατάσταση. Ο ρόλος της πολιτικής είναι καταλυτικός ώστε να λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις. Κυρίως όμως δεν έχει την πολυτέλεια διαπληκτισμών μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Θα ήταν ευχής έργο να μπορούσαν οι πολιτικές μας δυνάμεις να απομακρυνθούν λίγο από τις ιδεολογικές τους αρχές και με τη βοήθεια της Τραπέζης της Ελλάδος και τεχνοκρατών, αφού ενημερωθούν σε βάθος, να καταλήξουν σε μια κοινή πολιτική για την ελληνική ανάταξη. Οι σημερινές αντιπαραθέσεις μοιάζουν ανούσιες μπροστά στο μέγεθος των προκλήσεων για τα επόμενα χρόνια. Δεν υπάρχει δε ο χρόνος για πειράματα που μπορεί να καταλήξουν σε μια χειρότερη κρίση από τη σημερινή. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάνε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν η αιτία για την κρίση χρέους του Δημοσίου, αλλά «θύματα».