Ως γνωστόν, στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Αλλά δεν μπορείς να δηλώσεις ό,τι κι ό,τι. Οφείλεις να διαλέξεις ιδιότητα από μια εγκεκριμένη λίστα ώστε να καταλαβαίνουν οι άλλοι τι καπνό φουμάρεις, δηλαδή πού το πας με αυτά που λες και κάνεις, και να αποφασίσουν αν πρέπει να σε χειροκροτήσουν ή να σε φασκελώσουν. Το δεύτερο δεν είναι εξάλλου το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί στην πολιτική, όπου ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Λιγότερο θα ξινίσουν οι γύρω σου αν δηλώσεις χρυσαυγίτης ή αντιεξουσιαστής με έφεση στη χρήση βαριοπούλας παρά αν τους αρνηθείς την καθησυχαστική πληροφορία ότι ανήκεις στην τάδε ή τη δείνα κατηγορία του καθιερωμένου και μόνου παραδεκτού ταξινομικού συστήματος. Το οποίο σύστημα, στη χώρα όπου όλα γίνονται ανάποδα, δεν χρησιμεύει για να περιγράφει τα πολιτικά φαινόμενα αλλά για να τα προξενεί.

Αυτό το ιδιότυπο ελληνικό καθεστώς είναι, νομίζω, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που θα βρει μπροστά του το κόμμα, πλέον, με το όνομα Το Ποτάμι. Η άρνησή του να αυτοπροσδιοριστεί ως αριστερό, κεντροαριστερό, φιλελεύθερο, κεντρώο ή με κάποια άλλη από τις πιστοποιημένες ετικέτες για τα υλικά της ελληνικής πολιτικής μαγειρικής προκαλεί καχυποψία ή, στην καλύτερη περίπτωση, ειρωνείες για απολιτικό χαρακτήρα. Γιατί είπαμε, στην Ελλάδα η ετικέτα καθορίζει το περιεχόμενο, όχι το περιεχόμενο την ετικέτα. Και η πολιτικότητα δεν έχει σχέση με τα προβλήματα της χώρας αλλά με τα προβλήματα των κομμάτων.

Παρατηρούσα τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί στο Τεχνολογικό Πάρκο του Λαυρίου την πρώτη ημέρα του ιδρυτικού συνεδρίου. Προσπαθούσα να σχηματίσω επί τόπου μια ιδέα για το κοινωνικό ή, σωστότερα ίσως, το ανθρωπολογικό υπόβαθρο αυτού του καινούργιου κόμματος. Νέοι άνθρωποι οι περισσότεροι, κάτω των σαράντα πέντε ετών. Καλλιεργημένοι, κατά τα φαινόμενα, και με κάτι το κοσμοπολίτικο, αλλά χωρίς εκείνη τη βαριά ακαδημαϊκή σφραγίδα που βλέπεις αποτυπωμένη στο προφίλ των 58 ή πολλών μεσαίων στελεχών της ΔΗΜΑΡ, ούτε εκείνη τη σκληρή άλω του «ειδικού» (όπως πρότεινε ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος να ονομάζεται ο τεχνοκράτης) που περιβάλλει τον ιδεολογικό πυρήνα της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς.

Δεν υπήρχε ακριβώς πανηγυρικό κλίμα αλλά μάλλον ένα είδος συγκρατημένης ευφορίας. Επίσης δεν υπήρχε (ή, αν υπήρχε, δεν το διέκρινα) πνεύμα κοινότητας –όχι κοινότητας σκοπού αλλά αμοιβαίων προδιαθέσεων. Οσοι γνωρίζονταν από πριν συνομιλούσαν φιλικά, όσοι ήταν άγνωστοι ο ένας στον άλλον παρέμεναν άγνωστοι. Μπορεί να το διατυπώσει κανείς και με πιο θετικούς όρους: οι ατομικότητες δεν διαλύονταν σε ένα αγελαίο «εμείς», ουσιαστικά δηλαδή σε ένα «αυτό», όπως σε συνάξεις άλλων κομμάτων. Οπωσδήποτε οι άνθρωποι αυτοί αντιπροσώπευαν έναν ιδιαίτερο τύπο Νεοέλληνα, που αναδύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και εξαπλώνεται συνεχώς. Ηταν μοντέρνοι, λίγο πολύ εκλεπτυσμένοι, ανήσυχοι αστοί, ιντιβιντουαλιστές, κάπως κλειστοί στην άμεση προσωπική επαφή (αυτό ίσως προϊόν διαδικτυακής κουλτούρας) και αβόλευτοι από τη διανομή ρόλων που προβλέπει το κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό σύστημα –αν και μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχουν ή θα υπάρξουν ανάμεσά τους όχι λίγοι που περιμένουν πώς και πώς να βολευτούν.

Αναρωτιόμουν τι μπορεί να σημαίνουν γι’ αυτούς τους νέους και νεότερους ανθρώπους, με τα χαρακτηριστικά που σκιαγράφησα, έννοιες όπως «Αριστερά» και «Δεξιά». Για μένα, ας πούμε, της γενιάς του Πολυτεχνείου, η Αριστερά είναι το μυθιστόρημα της αισθηματικής αγωγής μου. Είναι οι θρύλοι της Αντίστασης και η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, ο ηρωικός αγώνας των Βιετκόνγκ και τα συνθήματα του Μάη του ’68, η κρυφή μελέτη «ανατρεπτικών» βιβλίων και το άκουσμα απαγορευμένων τραγουδιών επί χούντας, και πολλά άλλα. Δεξιά, αντίστοιχα, σήμαινε το παρακράτος, το παλάτι, την αμερικανική εξάρτηση, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη σκιά του χωροφύλακα σε κάθε βήμα σου, τη δυναστεία της καθαρεύουσας. Τι από όλα αυτά έχει σχέση με τις ανησυχίες των εικοσάρηδων, τριαντάρηδων και σαραντάρηδων που είχαν συγκεντρωθεί στο Λαύριο;

Για τους περισσότερους νέους της γενιάς μου ήταν δεδομένο ότι Αριστερά σημαίνει πρόοδος και Δεξιά σημαίνει βαθιά συντήρηση ή αντίδραση. Αλλά όπου καταγράφηκε πρόοδος στα σαράντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η συμβολή της Αριστεράς ήταν άραγε μεγαλύτερη από εκείνη της Δεξιάς; Και όπου αυξήθηκαν ή επιδεινώθηκαν οι παθογένειες που εμποδίζουν την πρόοδο, η Δεξιά ευθύνεται γι’ αυτό περισσότερο από την Αριστερά ή τη λεγόμενη Κεντροαριστερά; Από τη σκοπιά ανθρώπων με το προφίλ των «εθελοντών» του Ποταμιού η προοδευτικότητα είναι άραγε ζήτημα συναισθηματικής ταύτισης με μια ιδεολογική παράταξη ή εφαρμοσμένης πολιτικής; Τι είναι γι’ αυτούς πιο προοδευτικό; Η αξιοκρατία και η αριστεία ή η δημοκρατία του μέσου όρου; Ενα κράτος που προορισμός του είναι να λειτουργεί ως εργοδότης ή ένα κράτος που διευκολύνει την παραγωγικότητα, ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας; Η επίκληση του λαού, μιας έννοιας τόσο γενικής και αφηρημένης ώστε ο καθένας μπορεί να φαντάζεται το αντικείμενό της όπως θέλει, είναι άραγε πιο προοδευτική από την επίκληση του κοινού συμφέροντος, που ο προσδιορισμός του προϋποθέτει τη βάσανο της κοινής λογικής;

Δεν ξέρω ποια διαδρομή θα ακολουθήσει Το Ποτάμι και δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να την προεξοφλήσει. Αλλά σίγουρα εκφράζει κάτι διαφορετικό και σίγουρα αυτό το κάτι δεν είναι απολιτικό. Σημείωσα με ικανοποίηση ότι στην ομιλία του ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν χάιδεψε με τον συνήθη εξομοιωτικό λαϊκισμό τα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Τόνισε, αντίθετα, τις διαφοροποιήσεις που έχουν προκύψει στο καθένα ανάμεσα σε μια κουλτούρα δημιουργίας και μια κουλτούρα παρασιτισμού. Θα πει κανείς ότι αυτό το λένε και άλλοι. Σωστά, με τη διαφορά ότι ο «επικεφαλής» του Ποταμιού δεν μίλησε ως πολιτικός σχολιαστής ούτε ως «ειδικός», κατά Τάσιο, ούτε ως διανοούμενος (τα μορφωτικά κενά του φάνηκαν και στο Λαύριο όπου έκλινε επανειλημμένα το «επικεφαλής» σαν ουσιαστικό). Ανθρωπος ταπεινής καταγωγής, εργατικός, εξερευνητής αφανών πλευρών της κοινωνικής γεωγραφίας, μαθημένος να ακούει πολύ και να μιλάει λίγο, με επίγνωση των ελλείψεών του, πείθει πως μπήκε στην πολιτική χωρίς προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, για να τολμήσει εκεί που δεν τολμούν οι πολιτικοί καριέρας. Εναν τέτοιο άνθρωπο αισθάνομαι πως μπορώ να τον εμπιστευτώ περισσότερο από ό, τι πολλούς άλλους με εντυπωσιακότερα διαπιστευτήρια.

Αφέλεια, δική μου ή και του Θεοδωράκη και των συν αυτώ; Ισως. Αλλά δίχως μια δόση αφέλειας δεν γίνονται υπερβάσεις στην Ελλάδα.