To 2004 η Εθνική Ελλάδας είχε κερδίσει το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και εδώ το πανηγυρίσαμε δεόντως. Λίγο μετά τη φάγαμε από την Αλβανία και εκτός του ότι βγήκαν τα μαχαίρια κατά των μεταναστών λανσάραμε το ενδεικτικό της ανωτερότητάς μας σύνθημα: «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέεεε». Δέκα χρόνια μετά, ο Αλβανός ασφαλώς και δεν θα γίνει Ελληνας, ετοιμάζεται ωστόσο, και καλά κάνει, να γίνει Ευρωπαίος –έχει κάτι σοβαρά θεματάκια με τη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά ως προς την προσαρμογή της οικονομίας μοιάζει να τα καταφέρνει, κι ας ήταν η αλβανική οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κάτι που θύμιζε το κενό.

Στο μεταξύ, η Εθνική Ελλάδας φέτος παίζει στο Μουντιάλ της Βραζιλίας. Και ακόμα και εγώ, που νομίζω ότι η μπάλα μοιάζει με κύβο, έχω καταλάβει ότι η Εθνική μας στα δύο ματς που έχει παίξει υιοθετεί ένα περίεργο αμυντικό σύστημα, προσπαθώντας να καταστρέψει τις επιθέσεις του αντιπάλου, να ροκανίζει τον χρόνο και να ελπίζει στις αντεπιθέσεις. Προφανώς, όσοι σχεδίασαν τη στρατηγική της ευελπιστούν στην τύχη: πήραμε μια ισοπαλία, αν γίνει κάτι με την Ακτή του Ελεφαντοστού (το σημερινό ματς) και σε καμιά αντεπίθεση βάλουμε κάνα γκολ, μπορεί να βρεθούμε στον επόμενο γύρο και η Ελλάς να μπορεί να επικαλείται, ακόμα μια φορά, έναν θρίαμβο. Είναι άλλωστε τόσο μακριά το 1994, τότε που με προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλη προσπαθούσαμε να αποφύγουμε την τεσσάρα –σε έναν αγώνα τα καταφέραμε.

Από πού κι ώς πού γράφω για μπάλα; Δεν γράφω για μπάλα, αλλά για συμβολισμούς και μυθολογίες –και το ποδόσφαιρο είναι ένα μυθολογικό σπορ. Αλλά οι συμβολισμοί τους οποίους προκαλεί δεν έχουν σχέση ούτε με την εθνική ιστορία ούτε με την κρατική οντότητα που εκπροσωπούν οι ομάδες όσο με το θέαμα που προτείνουν. Η Βραζιλία π.χ. είναι η ομάδα που δοξάστηκε χάρη στους μεγάλους δεξιοτέχνες (Πελέ, Φαλκάο, Ζίκο), οι οποίοι υπέταξαν σε μεγάλο βαθμό την ατομικότητα στο σύνολο. Οι Γερμανοί δεν έχουν οπαδούς επειδή είναι απλώς Γερμανοί, αλλά διότι οι παίκτες επιδεικνύουν πειθαρχία, δύναμη, αντοχή και δεν παύουν να τρέχουν συνέχεια, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Οι Γάλλοι διάβασα κάπου ότι φέτος είναι μια ομάδα γεμάτη κέφι, νιάτα και εμπνεύσεις. Εμείς;

Εμείς απλώς περιμένουμε. Δεν μοιάζουμε καν στην Ιταλία του πάλαι ποτέ κατενάτσιο –που μπορεί να «πέθαιναν» το παιχνίδι, αλλά ήταν τεχνίτες. Εμείς σαν να περιμένουμε τα πάντα από την τύχη –ή από αυτό που ονομάζουμε «ελληνική ψυχή», που στον μεγάλο κόσμο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε.

Αυτή η Ελλάδα, όπως άλλωστε και η πραγματική την οποία η ομάδα εκπροσωπεί, δεν αντιστέκεται, δεν επιμένει. Είναι παραδομένη στη μετριότητα. Είναι η Ελλάδα που πασχίζουμε να αφήσουμε πίσω. Δεν μας αξίζει.