Συγκαταλέγομαι σε εκείνους που έζησαν μόνο στο κέντρο της Αθήνας –αλλά το άφησα μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008. Οταν το να ζεις με δακρυγόνα, συγκρούσεις και κλειστούς δρόμους ήταν περιπετειώδες σπορ.

Δεν είχε ακόμα χτυπήσει η κρίση, υπήρξε ο φόνος του νεαρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από έναν αστυνομικό, αλλά η οργή (που παρέλυσε το Κέντρο, έδωσε έναυσμα σε λεηλασίες εκδίκησης του συστήματος και δικαιολόγησε την ύπαρξη αβάτων) είχε μια μηδενιστική επιθυμία: να γκρεμίσουμε!

Και γκρέμισαν. Ηταν η πρώτη περίοδος που μια κοινωνική έκρηξη ζημίωσε ανεπανόρθωτα (και έκλεισε) μαγαζιά. Η συνέχεια ήταν χειρότερη. Φασαρίες, διαδηλώσεις με λεηλασίες, που επιδεινώθηκαν όταν έγιναν συνείδηση η χρεοκοπία και οι επιπτώσεις της. Η πόλη έγινε άγονος τόπος. Και πρωτίστως, την πλήρωσε η επιχειρηματικότητα –η εικόνα με τα κλειστά μαγαζιά ακόμα τη στοιχειώνει. Κάποιοι έχασαν τις περιουσίες τους, την ασφάλειά τους, τα όνειρά τους, τις ζωές τους…

Τις προάλλες, έκλεισε ένα μπαρ-μπιστρό του Κέντρου, το Low Profile, στέκι πολλών. Η ιδιοκτησία του έκανε ένα πάρτι και υποσχέθηκε, αν όλα πάνε καλά, να ξανανοίξει κάπου αλλού –με ανεκτό ενοίκιο. Αλλά πολλοί από τους θαμώνες άρχισαν την κλάψα: κρίμα, χάνονται οι χώροι της ζωής μας, χάνουμε τις καλύτερες μνήμες μας, πώς μας κατάντησαν.

Η ίδια κλάψα έχει επαναληφθεί όταν έκλεισαν το Μπραζίλιαν (όπου πήγαινε ο Χατζιδάκις με την παρέα του), ο Απότσος, το Ντόλτσε (που έγινε Φίλιον, κι έγινε καλύτερο), το Ζόναρς. Ο θρήνος πέρασε στον Τύπο, για κάποια από τα στέκια αυτά συνεχίζεται ως νοσταλγία.

Πολύ εγωιστική συντηρητική εμμονή στο παρελθόν «όπου όλα ήταν καλύτερα». Τα στέκια, αν δεν κλείνουν βίαια (όπως, ας πούμε, έγινε με τον κινηματογράφο Αττικόν, που τον πυρπόλησαν), ακολουθούν τη φορά των πραγμάτων: όλα έχουν ένα τέλος. Ταυτόχρονα, όμως, παραδίπλα, άλλοι χώροι γίνονται κυψέλες ζωής. Οι πόλεις αλλάζουν και, όντως, οι ρυθμοί των αλλαγών δεν παρακολουθούν πάντα τη δική μας μελαγχολία.

Υπάρχει δυνατότητα μια πόλη όπως η Αθήνα να συντηρεί ένα μνημείο για τον καθένα; Οχι. Αντί να κλαίμε λοιπόν που η πόλη γίνεται φτωχότερη, πιο άγονη και πιο ξένη, να αναλογιστούμε ποιες πολιτικές επιλογές μας θα την κάνουν κυψέλη ζωής και δημιουργίας, πραγματική δυτική μητρόπολη. Μια πραγματική μητρόπολη, ασφαλώς, δεν έχει ανάγκη από άβατα, από γκέτο, από θυλάκους μίσους, από μηδενιστικές καταστροφές κι από δυσκολίες στην πρόσβαση και στην κυκλοφορία, αλλά από ζωή. Μια ιδέα θα ήταν προς αυτή την κατεύθυνση να συνεργαστούν οι δύο μεγαλύτερες παρατάξεις του δήμου. Θα άξιζε τον κόπο.