Οταν πριν από μήνες ο Δημήτρης Χαντζόπουλος είχε δημοσιεύσει μια γελοιογραφία με αντικείμενο την επεισοδιακή παρουσία σε μια διαμαρτυρία στην ΕΡΤ των κυριών Κωνσταντοπούλου και Μακρή, σηκώθηκαν και οι πέτρες της πολιτικής ορθότητας, διεκδικώντας να καταργήσουν τα ζωτικά υλικά με τα οποία κτίζεται μια γελοιογραφία: την αλληγορία, τη μεταφορά, την ανατροπή. Ο Χαντζόπουλος κατηγορήθηκε ως σεξιστής και ασφαλώς «ΤΑ ΝΕΑ», που φιλοξένησαν τη γελοιογραφία, ήταν περίπου το άντρο της αμαρτίας: εκτός από «καθεστωτικά» και «συστημικά», παρουσιάστηκαν και σαν το άντρο των διακρίσεων με βάση το φύλο.

Χθες, ένας άλλος γελοιογράφος, ο Γιάννης Καλαϊτζής, δημοσίευσε στην εφημερίδα όπου εργάζεται μια δική του γελοιογραφία, στην οποία απεικονίζεται ο Σόιμπλε να κρατά έναν αναπεπταμένο φαλλό, με τον οποίο απειλεί τα «Γκρέξιτ Πιγκς», εμάς, με τις φράσεις «Ντόυτσλαντ Ούμπερ Αλες», «Αϊν Νατσιόν, αϊν φύρερ» και «Νταχάου, Μπέλσεν». Μια εθνικιστική, ναζιστική Γερμανία, λέει ο γελοιογράφος, θα μας κάνει με τον φαλλό ό,τι έκαναν οι Ναζί Γερμανοί στους έγκλειστους δύο στρατοπέδων θανάτου.

Ο Καλαϊτζής χρησιμοποίησε κι αυτός μια μεταφορά. Κατά τη γνώμη μου, η γελοιογραφία χρησιμοποιεί με τον πιο χοντροκομμένο, τον πιο πολιτικά αφελή τρόπο τα επιχειρήματα του «ψεκασμένου» λόγου που ακούγεται καθημερινά παντού, ιδίως σε ραδιόφωνα και σε τηλεοράσεις, και που δεν ξέρω πόσο απηχούν τη συνθετότητα των πραγμάτων όπως τα αντιλαμβάνεται η αριστερή αντιπολίτευση, αλλά κατά βάσιν είναι οι «θέσεις» της Χρυσής Αυγής. Απ’ αυτή την άποψη, εκτιμώ ότι ο Καλαϊτζής δημιούργησε χθες μια μεγαλοπρεπή «πατάτα». Από οργή; Από αδυναμία εκλέπτυνσης των υλικών του; Από ιδεολογικό μένος; Ούτως ή άλλως, δεν τον προστάτεψε κανείς κι η εικόνα δημοσιεύθηκε. Ακόμα κι αν σε σχέση με τον Χαντζόπουλο στο Ιντερνετ βρήκε πολλούς έτοιμους να του συγχωρήσουν τη χοντράδα, υπήρξαν κι εκείνοι που ενοχλήθηκαν πολύ. Και το έδειξαν οργισμένα.

Κι αυτό είναι το θέμα μου. Δεν πιστεύω στην κατεδάφιση, πιστεύω στις αποχρώσεις. Ο Καλαϊτζής ήταν ο ευφυής και ευαίσθητος πρωτεργάτης της νέας γελοιογραφίας από τη δεκαετία του 1970 στον «Θούριο» και στην «Αυγή». Εκανε αριστουργήματα στα κόμικς, με κορυφαία την «Τσιγγάνικη ορχήστρα». Σήμερα, αρκείται στην οργή των στρατευμένων «αντιμνημονιακών» κλισέ. Ε, ας τον κρίνουμε αυστηρά, ας του δείξουμε τα λάθη του. Στο κάτω κάτω, σε σχέση με τους «ιεροκήρυκες του ψεκασμού», ακόμα κι αν ο Καλαϊτζής χρησιμοποιεί τα επιχειρήματά τους, τους απεχθάνεται.

Υπάρχει κι ακόμα κάτι ουσιαστικό. Ο,τι κι αν προσάπτεις σε πρόσωπα που εκτίθενται με τη δημόσια γνώμη τους, σημασία έχει η πίστη ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι πάνω απ’ όλα. Μαζί, φυσικά, με την πεποίθηση ότι ο δημόσιος λόγος απαιτεί πολιτισμένο, δημοκρατικό και με επιχειρήματα αντίλογο.