Θα πίστευε κανείς, όπως τουλάχιστον οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές διατείνονται, ότι κάτι θα είχε αλλάξει στο πολιτικό σύστημα. Και ότι η πενταετής οικονομική κρίση θα είχε συμβάλει στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος και ότι θα επερχόταν μια νέα μεταπολίτευση. Κατά τη γνώμη μου, η αλλαγή επέρχεται κατ’ αρχήν με την αλλαγή νοοτροπίας, κυρίως ως προς τον τρόπο που αποφασίζει κανείς να δώσει την ψήφο του και λιγότερο από το ποιο πολιτικό κόμμα επιλέξει, είτε είναι δεξιά ή αριστερά. Αν κοιτάξει κανείς τις επιλογές – προτιμήσεις των πολιτών στις πρόσφατες ευρωεκλογές θα δει ότι για μία ακόμη φορά επιλέχτηκαν εκείνοι οι συμπολίτες μας που είναι πιο αναγνωρίσιμοι, οι πιο ορατοί, οι πιο συχνοί «συνεργάτες», αν όχι πρόθυμοι, των τηλεοπτικών εκπομπών και παραθύρων.

Πρόκειται για μια άγραφη συνθήκη που επικρατεί στο ελληνικό πολιτικό πεδίο από τη δεκαετία του 1990, όπου έχουμε συνηθίσει τα γνωστά «λαμπερά» ονόματα, λόγου χάρη, ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές και τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι να «σαρώνουν» στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ετσι για δύο δεκαετίες και περισσότερο παρατηρείται οι ψηφοφόροι στην εποχή της εικόνας να προτιμούν τους «πλέον ορατούς» συμπολίτες τους, σχεδόν κατά κανόνα, ανεξαρτήτως των προσόντων τους.

Θα περίμενε κανείς ότι, σε μια περίοδο όπου τα μέσα ενημέρωσης αμφισβητούνται, οι πολίτες θα επέλεγαν με άλλα κριτήρια παρά με αυτά της ορατότητας, έστω και της επωνυμίας. Θα ανέμενε επίσης κανείς, αν ισχύει η υπόθεση της αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, μια μεταστροφή των ψηφοφόρων που θα σηματοδοτούσε την αντίδραση των πολιτών στη δύναμη των μέσων ενημέρωσης αφού έως τώρα όλοι υποστήριζαν ότι τα ΜΜΕ έχουν την ικανότητα να προσανατολίζουν τον «βαθμό προσοχής» που δείχνουν τα μέλη του κοινού απέναντι σε θέματα, πρόσωπα και σύμβολα και έτσι να επηρεάζουν τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της πολιτικής δράσης. Τούτο, άλλωστε, πιστοποιούσε η αγωνιώδης προσπάθεια των υποψήφιων ευρωβουλευτών να βρίσκονται στις τηλεοπτικές κάμερες, αφού η απήχηση και η έλξη της τηλεόρασης θεωρούνταν ότι ενθάρρυνε τους πολιτικούς και τους πολιτευτές να τη χρησιμοποιήσουν ακόμη περισσότερο.

Μπορεί να κομπάζουμε ότι έχουμε εισέλθει στην εποχή των ψηφιακών μέσων και της εξατομικευμένης επικοινωνίας, αλλά στην πράξη, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η τηλεόραση συνεχίζει να παίζει τον καθοριστικό ρόλο όχι μόνον στην πολιτική επικοινωνία αλλά και στη δημόσια θεματολογία. Και αυτό γιατί, παρά την υψηλή διάδοση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η τηλεόραση δεν είναι μόνο το κυρίαρχο μέσο της σύγχρονης μαζικής επικοινωνίας αλλά έχει και τον μεγαλύτερο βαθμό πρόσβασης στην κοινωνία.

Επιπλέον, η κυριαρχία της τηλεόρασης μεγεθύνει ακόμη περισσότερο την επίδραση στον τρόπο με τον οποίο ο μέσος τηλεθεατής-πολίτης αξιολογεί και επιλέγει τους πολιτικούς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, στις κατά καιρούς σφυγμομετρήσεις που δημοσιοποιούνται, προσφιλή θέματα και δημοφιλείς πολιτικοί αναδεικνύονται εκείνα και εκείνοι που έχουν προβληθεί περισσότερο από τη μικρή οθόνη. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της πολιτικής ορατότητας διαμέσου της τηλεόρασης έχει συμβαδίσει με μια μείωση της συμμετοχής του κοινού στις πολιτικές διαδικασίες.

Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η τηλεόραση ενδεχομένως να μην έχει προσφέρει καλύτερη ενημέρωση στο κοινό, έχει όμως επιφέρει κάποιες πολιτικές επιδράσεις. Μπορεί πλέον να είμαστε έμπειροι τηλεθεατές και να έχουμε γνώση και κρίση. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Κι αυτό γιατί η τηλεόραση μας «ανταμείβει» υπέρμετρα για την άγνοιά μας όσον αφορά στην πολιτική σκηνή της χώρας. Μας λέει ότι η πολιτική είναι βαρετή ή σκανδαλώδης ή αναποτελεσματική. Προσηλώνει την προσοχή μας στις ανθρώπινες αδυναμίες και μας τροφοδοτεί με την αλαζονεία ότι γνωρίζουμε τον τρόπο διακυβέρνησης, ενώ στην πράξη δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν μας λέει τι χρειάζεται να ξέρουμε αλλά μας λέει πώς να αισθανόμαστε. Στην «κοινωνία της λήθης» οι τηλεθεατές-πολίτες κουράζονται εύκολα, γι’ αυτό ενδεχομένως η απήχηση των λαμπερών προσώπων να ξεθωριάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως και τα επιτυχημένα τηλεοπτικά προγράμματα. Γι’ αυτό οι ενδιαφερόμενοι πολιτευτές «ξημεροβραδιάζονται» από μικρά σε μεγάλα κανάλια, επενδύοντας στο «μεροκάματο» που θα τους αποδοθεί αργότερα. Καθημερινά, λοιπόν, τα μάλλον θορυβώδη παρά νηφάλια μέσα ενημέρωσης συντηρούν ουσιαστικά την πολιτική μας «φυγοπονία», κάτι που επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις για την πορεία και την ποιότητα της δημοκρατίας.

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών